πω

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πω Medium diacritics: πω Low diacritics: πω Capitals: ΠΩ
Transliteration A: Transliteration B: Transliteration C: po Beta Code: pw

English (LSJ)

Ion. κω, enclit. Particle,

   A up to this time, yet, in early Ep. always with a neg., with which it sts. forms one word, cf. οὔπω, μήπω, etc.; sts. a word is interposed, οὐδ' ἄρα πώ τι ᾔδεε Il.17.401; μὴ δή πω . . λυώμεθα . . ἵππους 23.7, cf. A.Pr.27,511, S.OT105, Tr.591,1061, etc.; μὴ συναλλάξαντά πω Id.OT1110.    II at all, with neg. in Ep., οὐδέ τί πω ἴδμεν (που Ar.Byz.) Il.1.124; οὔ πω τλήσομ' 3.306; μὴ δή πω χάζεσθε 15.426: after Hom. sts. with questions which imply a negative, ἢ ξυναλλάξας τί πω; S.OT1130 (v.l. που) ; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε; has ever a city meditating revolt . .? Th. 3.45.

German (Pape)

[Seite 826] ion. κω, enklit. Partikel, noch, je, irgend; gewöhnlich bei Hom. u. Hes.; bei Pind. immer nach einer Negation, οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, noch nicht, die oben angeführt sind, wie οὐπώποτε, οὐδεπώποτε. – Ohne Verneinung in Fragen, die nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind; Soph. O. R. 1130; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε, welche irgend abtrünnige Stadt, Thuc. 3, 45. – Es ist ursprünglich dor. = που, und wurde nach den VLL. von den Doriern, bes. den Siciliern auch für πόθεν gebraucht; πῶ τις ὄνον ὠνασῆται; Sophron bei E. M., wovon soll man einen Esel kaufen? Vgl. πώμαλα.

Greek (Liddell-Scott)

πω: Ἰων. κω, ἐγκλιτ. μόριον, μέχρι τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς πολλάκις ἀποτελεῖ μίαν λέξιν οὔπω, μήπω, ἡ δὲ χρῆσις ἐπεκράτησε μετὰ ταῦτα· ἴδε οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὔτιπω, καὶ μάλιστα· τὸ πώποτε· - ἐνίοτε περεμβάλλεται ἄλλη τις λέξις, οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἐνίοτε κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ ὥστε γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο αὐτόθι 1130 πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. πώποτε.

English (Slater)

πω c. neg.,
   1 not yet σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν (O. 12.7) ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις (I. 2.6) [ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χόα (vel χεία) πω καλῶν δάμασεν (cod. contra metr.: ὑπὸ χείᾳ καλῶν Tricl., edd. plerique: fort. locus magis corruptus) (I. 8.70) ]

English (Strong)

another form of the base of -πώς; an enclitic particle of indefiniteness; yet, even; used only in the comparative. See μηδέπω, μήπω, οὐδέπω, οὔπω, πώποτε.

Greek Monolingual

και ιων. τ. κω Α
(εγκλιτ. μόριο)
1. μέχρι τώρα, ακόμη («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. (με άρνηση) καθόλου, με κανέναν τρόπο
3. κάπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μόριο πω έχει σχηματιστεί από το θ. των αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών πο- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: οὔ-πω, μή-πω, πώ-ποτε (βλ. λ. πο-)].