πω
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
Ion. κω, enclit. Particle,
A up to this time, yet, in early Ep. always with a neg., with which it sometimes forms one word, cf. οὔπω, μήπω, etc.; sometimes a word is interposed, οὐδ' ἄρα πώ τι ᾔδεε Il.17.401; μὴ δή πω.. λυώμεθα.. ἵππους 23.7, cf. A.Pr.27,511, S.OT105, Tr.591,1061, etc.; μὴ συναλλάξαντά πω Id.OT1110.
II at all, with neg. in Ep., οὐδέ τί πω ἴδμεν (που Ar.Byz.) Il.1.124; οὔ πω τλήσομ' 3.306; μὴ δή πω χάζεσθε 15.426: after Hom. sometimes with questions which imply a negative, ἢ ξυναλλάξας τί πω; S.OT1130 (v.l. που); πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε; has ever a city meditating revolt..? Th. 3.45.
German (Pape)
[Seite 826] ion. κω, enklit. Partikel, noch, je, irgend; gewöhnlich bei Hom. u. Hes.; bei Pind. immer nach einer Negation, οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, noch nicht, die oben angeführt sind, wie οὐπώποτε, οὐδεπώποτε. – Ohne Verneinung in Fragen, die nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind; Soph. O. R. 1130; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε, welche irgend abtrünnige Stadt, Thuc. 3, 45. – Es ist ursprünglich dor. = που, und wurde nach den VLL. von den Doriern, bes. den Siciliern auch für πόθεν gebraucht; πῶ τις ὄνον ὠνασῆται; Sophron bei E. M., wovon soll man einen Esel kaufen? Vgl. πώμαλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πω, Ion. κω [~ πο-] encl. partikel nog, meestal met ontk.:; μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους laten we de paarden nog niet losmaken Il. 23.7; οὐδεὶς δέ πω nog niemand Hp. Vict. 69; meestal in compos. met ontk., zie οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὐπώποτε, μηδεπώποτε. ooit, met ontk.:; οὔ πω τλήσομ’ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι ik zal het nooit verdragen met eigen ogen te zien Il. 3.306; μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς laat jullie onstuimige kracht toch nooit verslappen Il. 4.234; post-hom. in vragen met ontkennende strekking:. ἦ ξυνήλλαξάς τί πω; heb je hem ooit wel eens ontmoet? Soph. OT 1130; πόλις... ἀφισταμένη τίς πω... τούτῳ ἐπεχείρησεν; welke stad die afvallig werd heeft dat ooit ondernomen? Thuc. 3.45.2.
English (Slater)
πω c. neg., not yet σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν (O. 12.7) ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις (I. 2.6) [ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χόα (vel χεία) πω καλῶν δάμασεν (cod. contra metr.: ὑπὸ χείᾳ καλῶν Tricl., edd. plerique: fort. locus magis corruptus) (I. 8.70) ]
English (Strong)
another form of the base of -πώς; an enclitic particle of indefiniteness; yet, even; used only in the comparative. See μηδέπω, μήπω, οὐδέπω, οὔπω, πώποτε.
Greek Monolingual
και ιων. τ. κω Α
(εγκλιτ. μόριο)
1. μέχρι τώρα, ακόμη («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. (με άρνηση) καθόλου, με κανέναν τρόπο
3. κάπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μόριο πω έχει σχηματιστεί από το θ. των αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών πο- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: οὔ-πω, μή-πω, πώ-ποτε (βλ. λ. πο-)].
Greek Monotonic
πω: Ιων. κω, εγκλιτ. μόριο·
I. μέχρι αυτή τη στιγμή, ακόμη, σχεδόν πάντα με άρνηση (όπως το Λατ. -dum στο non-dum) με την οποία αποτελεί μια λέξη, οὔπω, μήπω·
II. μετά τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν άρνηση, σε Σοφ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πω: Ἰων. κω, ἐγκλιτ. μόριον, μέχρι τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς πολλάκις ἀποτελεῖ μίαν λέξιν οὔπω, μήπω, ἡ δὲ χρῆσις ἐπεκράτησε μετὰ ταῦτα· ἴδε οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὔτιπω, καὶ μάλιστα· τὸ πώποτε· - ἐνίοτε περεμβάλλεται ἄλλη τις λέξις, οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἐνίοτε κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ ὥστε γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο αὐτόθι 1130 πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. πώποτε.
Frisk Etymological English
Grammatical information: enclit. pcle.
Meaning: ever, still (Il.)_, almost always after negation, οὔ-πω, μή-πω, οὑ πώποτε, Dor. (Epich.) οὑ πώποκα, posthom. also in questions with negating sense τί πω etc.
Other forms: Ion. κω; besides Dor. πη in ἄλλη πη anywhere else (Cyrene), πήποκα ever (Sparta Va, Theoc. a.o.).
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo-h₁ `ever, still
Etymology: Fixed instr. = OP kā confirming pcle. resp. Goth. ƕe anyhow, IE *kʷo-h₁, kʷe-h₁ from pron. *kʷo-, s. πόθεν w. lit.; cf. Schwyzer-Debrunner 579, with further details.
Middle Liddell
I. up to this time, yet, almost always with a negat. (like Lat. -dum in nondum), with which it forms one word, οὔπω, μήπω.
II. after Hom., with questions which imply a negative, Soph., Thuc.
Frisk Etymology German
πω: (seit Il.),
{pō}
Forms: ion. κω; Daneben dor. πη in ἄλλη πη irgend anderswo (Kyrene), πήποκα je (Sparta Va, Theok. u.a.).
Grammar: enklit. Part.
Meaning: je, noch, fast immer nach Negation, οὔπω, μήπω, οὐ πώποτε, dor. (Epich.) οὐ πώποκα, nachhom. auch in Fragen mit negierendem Sinn τί πω u.ä.
Etymology: Erstarrter Instr. = apers. kā verstärkende Part. bzw. got. ƕe irgendwie, idg. *qʷō, qʷē vom Pron. *qʷo-, s. πόθεν m. Lit.; dazu Schwyzer-Debrunner 579, wo weitere Einzelheiten.
Page 2,632
Lexicon Thucydideum
adhuc, still, yet cum negat. with negative 1.32.4. 1.37.2. 1.76.2. 1.132.5, 1.138.2. 1.140.2. 1.142.7. 2.12.4. 2.39.3. 2.47.3. 2.77.4, 3.45.1. 3.45.2. 5.59.3. 6.10.3. 6.16.2, 6.17.8. 6.78.4. 6.104.3. 7.1.1, 8.8.4. 8.9.3. 8.48.4. 8.96.1.