μέτρημα
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ατος, τό,
A measured distance, E.Ion1138; measurement, λίθοι . . ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11 (Didyma, ii B. C.). 2 measure, allowance, dole, E.IT954; soldier's rations, Plb.6.38.3, OGI229.106 (Smyrna, ii B. C.), PLond. 1.23.26 (ii B. C.); pay, Plb.9.27.11: in pl., deliveries in kind, POxy. 1221.4 (iii/iv A. D.): sg., amount so delivered, PCair.Zen.223.5 (iii B. C.); μ. θησαυροῦ Ostr.Bodl. v D9 (i A. D.), al.
German (Pape)
[Seite 162] τό, das Zugemessene, Eur. Ion 1138; bes. das gewöhnliche Maaß Getreide für die Soldaten, Pol. 6, 38, 3; auch der Sold, 9, 27, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μέτρημα: τό, μεμετρημένη ἀπόστασις, Εὐρ. Ἴων 1138. 2) μερίδιον ὡρισμένον δι’ ἕνα ἄνθρωπον, Εὐρ. Ι. Τ. 954· τὸ σιτηρέσιον στρατιώτου, Πολύβ. 6. 38, 3· ὁ μισθὸς στρατιώτου, ὁ αὐτ. 9. 27, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
part mesurée ou attribuée.
Étymologie: μετρέω.
Greek Monolingual
το (Α μέτρημα) μετρώ
η πράξη του μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων του ντοσιέ»)
νεοελλ.
1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα»)
2. υπολογισμός, σχέδιο
3. λογαριασμός
αρχ.
1. δόση, μερίδα
2. σιτηρέσιο στρατιωτών
3. μετρημένη απόσταση
4. μισθός στρατιωτών
5. στον πληθ. τά μετρήματα
οι καταβολές σε είδος.
Greek Monotonic
μέτρημα: -ατος, τό,
1. απόσταση υπολογισμένη με μετρική μονάδα, σε Ευρ.
2. μερίδα, επίδομα, παροχή, στον ίδ.