νάρδος

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάρδος Medium diacritics: νάρδος Low diacritics: νάρδος Capitals: ΝΑΡΔΟΣ
Transliteration A: nárdos Transliteration B: nardos Transliteration C: nardos Beta Code: na/rdos

English (LSJ)

ἡ,

   A spikenard, Nardostachys Jatamansi, Thphr.HP9.7.2, Nic. Th.604, LXX Ca.1.12, Ev.Marc.14.3; ν. Ἰνδική Dsc.1.7, etc.; νάρδου στάχυς Gal.12.84, al.; cf. sq.    2 ν. Κελτική Celtic nard, Valeriana celtica, Dsc.1.8, cf. Plin.HN14.107.    3 ν. ὀρεινή or ὀρεία mountain nard, Valeriana Dioscoridis, Dsc.1.9 (cf. Thphr.HP 9.7.4).    4 ν. Συριακή Syrian nard, Cymbopogon Iwarancusa, Dsc. 1.7, cf. Plin.HN12.45.    5 νάρδου ῥίζα ginger grass, Cymbopogon Schoenanthus, Arr.An.6.22, cf. 7.20.    6 ν. ἀγρία, = ἄσαρον, Dsc. 1.10; = φοῦ, ib.11.    II oil of spikenard, PSI6.628.7 (iii B.C.), AP6.250 (Antiphil.), Aret.CD2.2, etc.; ν. Βαβυλωνιακή Alex.308. (Semitic word, cf. Bab. lardu.)

German (Pape)

[Seite 229] ἡ, Narde, eine Pflanze, aus deren ährenförmiger Blüthe das wohlriechende Nardenöl bereitet wurde, Diosc.; Nic. Al. 402. – Auch das Nardenöl selbst, νάρδος ὑπὸ γλαυκῆς κλειομένη ὑάλου, Antiphil. 6 (VI, 250).

Greek (Liddell-Scott)

νάρδος: ἡ, Λατ. nardus, φυτόν τι καλούμενον καὶ νάρδου στάχυςναρδόσταχυς (Γαλην.), Λατ. nardostachyon, spica nardi ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν εὐώδους βαλσάμου ἢ μύρου τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος, ἀνῆκον δὲ εἰς τὴν τάξιν Valerianaceae, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2, Διοσκ. 1. 6-8, πρβλ. Sibth. Fl. Gr. 1. 24. II. αὐτὸ τὸ ἔλαιον τῆς νάρδου, Ἀνθ. Π. 6. 250, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 2. 2, κτλ.· ἴδε Βαβυλωνιακὴ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 55. (Λέξις σημιτικὴ κατὰ τὸν Pusey, Daniel παράρτ. G).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 nard, sorte de valériane, plante;
2 huile de nard.
Étymologie: DELG emprunt sémit.

Spanish

nardo, aceite de nardos

English (Strong)

of foreign origin (compare נֵרְדְּ); "nard": (spike-)nard.

English (Thayer)

νάρδου, ἡ (a Sanskrit word (cf. Fick as in Löw below); Hebrew נֵרְדְּ, nard, the head or spike of a fragrant East Indian plant belonging to the genus Valeriana, which yields a juice of delicious odor which the ancients used (either pure or mixed) in the preparation of a most precious ointment; hence,
b. nard oil or ointment; so Winer, RWB under the word Narde; Rüetschi in Herzog x., p. 203; Furrer in Schenkel, p. 286f; (Löw, Aramäische Pflanzennamen (Leip. 1881), § 316, p. 368f; Royle in Alex.'s Kitto under the word Nerd; Birdwood in the ' Bible Educator' ii. 152).

Greek Monolingual

η (Α νάρδος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη της τάξης ποώδη
αρχ.
1. το αιθέριο έλαιο του φυτού ναρδόσταχυς ο μεγανθής
2. φρ. α) «νάρδος κελτική» — το αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό βαλεριανή η κελτική
β) «νάρδος ὀρεινή» ή «νάρδος ὀρεία» — το φυτό βαλεριανή η φαρμακευτική ή βαλεριανή του Διοσκορίδη
γ) «νάρδος συριακή» — το φυτό κυμβοπώγων ο νάρδος
δ) «νάρδου ῥίζα» — το φυτό κυμβοπώγων ο σχοινανθής
ε) «νάρδοςἀγρία»
i) το πολυετές φυτό άσαρον
ii) το φυτό φου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. nerdә, αραμ. nirda). Ενδεχομένως και οι σημιτικές λ. να είναι, με τη σειρά τους, δάνεια ινδικής προελεύσεως (πρβλ. αρχ. ινδ. nalada «νάρδος»), από όπου κατάγεται το φυτό. Η Λατινική δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική (πρβλ. λατ. nardus, nardum). Αβέβαιη η συγγένεια με το νάρτη, που είναι κι αυτό όνομα αρωματικού φυτού].———————— ο (Μ νάρδος)
η νάρδος και το αιθέριο έλαιο που παράγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ουσ. νάρδος (η) με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

νάρδος: ἡ, Λατ. nardus, το φυτό νάρδος ή ναρδόσταχυς, λάδι από νάρδο, σε Ανθ. (πιθ. ξένη λέξη).