καλάμη

Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ, (v. κάλαμος)

   A stalk, esp. the stalk or straw of corn, metaph. in Hom., αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην Χθονὶ Χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ' ὀλίγιστος, i.e. when there is much straw and little harvest, much slaughter and little profit, Il.19.222; κ. πυρῶν wheat-straw, Hdt.4.33; σῖτος σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενος X.An.5.4.27; καλάμαν τε καὶ ἱερὰ δράγματα . . ἀσταχύων Call.Cer.20; prov. of a greedy farmer, πυροὺς ἐπὶ καλάμῃ ἀροῦν to exhaust ground by one corn-crop after another, Lys.Fr.77: pl., σῖτος ἐπὶ ταῖς κ. D.H.5.13.    2 stubble, Arist.Mete.341b27, PSI4.380.6 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.3.12, etc.: metaph., of an old man, καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν thou mayst still, I ween, perceive the stubble (i.e. the residue) of former strength, Od.14.214; τὸ γῆρας καλάμη Arist.Rh.1410b14; τὴν κ. δωρῇ, δοὺς ἑτέροις τὸ θέρος AP11.36 (Phil.); Ῥήσου κ. the remains of Rhesus, i.e. his corpse, Orac. ap. Polyaen.6.53; ἀπὸ τῆς κ. τεκμαίρεσθαι to judge from the remains, Luc.Alex.5.    3 κολχὶς κ., = λίνον, Call.Fr.265.    II = κάλαμος, Hld.8.9.

German (Pape)

[Seite 1306] ἡ, Halm, bes. Rohr oder Getreidehalm; σὺν τῇ καλάμῃ ἀπόκειται ὁ σῖτος Xen. An. 5, 4, 27; σῖτον τόν τ' ἐπὶ ταῖς καλάμαις καὶ τὸν ἤδη κατειργασμένον D. Hal. 5, 13; καλάμην τε καὶ ἱερὰ δράγματα ἀσταχύων Callim. Cer. 20; sprichwörtlich ἐπὶ καλάμῃ ἀροῦν, Lys. bei Suid., das Land dadurch, daß man immerfort Getreide säet, erschöpfen, so daß es nur Halme ohne Körner trägt. – Uebertr., φυλόπιδος, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν Il. 19, 222, wie im Orak. bei Polyaen. 6, 53. – Die bei der Ernte stehen bleibenden Halme, Stoppeln, Arist. meteor. 1, 4; übertr., ἀλλ' ἔμπης καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν Od. 14, 214, ich glaube, du wirst noch die Stoppeln, die Ueberbleibsel früherer Kraft, erkennen an dem altersschwachen Leibe; Arist. rhet. 3, 10 sagt γῆρας καλάμην εἶπεν, ἄμφω γὰρ ἀπηνθηκότα; Luc. Alex. 5 μειράκιον ἔτι ὢν πάνυ ὡραῖον, ὡς ἐνῆν ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι; Philip. 3 (XI, 36) τὴν καλάμην δωρῇ, δοὺς ἑτέροις τὸ θέρος, die Stoppeln des Alters, der Jugend, θέρος, entggstzt; Ῥήσου κ., d. i. sein Leichnam, Or. Polyaen. 6, 53. – Callim. bei Schol. Pind. P. 4, 376, = λινοκαλάμη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 tige de blé, de roseau;
2 chaume qui reste après la moisson ; fig. herbe desséchée, restes flétris ; καλάμην γέ σ’ οἴομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν OD je pense qu’en voyant le chaume tu peux te représenter (ce qu’a été l’épi), càd en me voyant, vieillard, te représenter (ce que j’ai été jeune) ; ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι LUC juger d’après les restes.
Étymologie: cf. κάλαμος.

English (Autenrieth)

(cf. κάλαμος, calamus): reed, stalk, Il. 19.222 (straw as opp. to kernel); fig., as relic of former bloom, ‘by looking on the poor husk that remains I fancy thou canst perceivewhat I once was, Od. 14.214.

English (Strong)

feminine of κάλαμος; a stalk of grain, i.e. (collectively) stubble: stubble.

English (Thayer)

καλάμης, ἡ, a stalk of grain or of a reed, the stalk (left after the ears are cut off), stubble: Homer and following.)

Greek Monolingual

καλάμη, ἡ (Α)
1. το στέλεχος του σταχιού τών σιτηρών, κυρίως του σταριού
2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο
3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα
4. κάλαμος, καλάμι
5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη νεανική δύναμη, τα υπολείμματα της νεότητας («καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορῶντα γιγνώσκειν» — νομίζω ότι εσύ βλέποντας το καλάμι του σταριού, δηλ. τα υπολείμματα της νεανικής μου δύναμης, καταλαβαίνεις τί ήμουν όταν βρισκόμουν στην ακμή μου, Ομ. Οδ.)
6. παροιμ. α) «ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι» — το να κρίνει κανείς από τα υπολείμματα
β) «πυροὺς ἐπὶ καλάμη ἀροῡν»
(για άπληστους γεωργούς) από απληστία σπέρνουν αδιάκοπα και δεν αφήνουν τη γη να ξεκουραστεί
7. «κολχὶς καλάμη» — το λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάλαμος.
ΠΑΡ. καλαμίτιδα (-ίτις)
αρχ.
καλαμαίος, καλαμευτής, καλάμιον, καλαμώμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καλαμανθήλη, καλαμητόμος. (Β' συνθετικό) αρχ. λινοκαλάμη, Νειλοκαλάμη.

Greek Monotonic

κᾰλάμη: [ᾰ], ἡ (βλ. κάλαμος),
1. κοτσάνι, στέλεχος, το άχυρο του σιταριού· μεταφ., αἶψα φυλόπιδος πέλεται κόρος, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ' ὀλίγιστος, οι άντρες γρήγορα κοραίνονται απ' την μάχη, εκεί όπου το ξίφος ρίχνει πολλούς σαν άχυρα στο έδαφος, ενώ λίγος είναι ο θεριζόμενος καρπός, δηλ. ενώ είναι μεγάλη σφαγή, το κέρδος απ' τη μάχη είναι λίγο, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. πυρῶν, άχυρο από σιτάρι, σε Ηρόδ.
2. κοτσάνι, στέλεχος χωρίς το στάχυ του σιταριού, θερισμένο σιτάρι· μεταφ., λέγεται για ηλικιωμένο άντρα, καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν, μπορείς ακόμα να αντιληφθείς τα υπολείμματα της πρότερης δύναμης, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι, κρίνω από τα υπολείμματα, απομεινάρια, σε Λουκ.