σπονδή
English (LSJ)
ἡ, (σπένδω)
A drink-offering, of wine poured out to the gods before drinking, σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op.338; οὐ σπονδῇ χρέωνται [οἱ Πέρσαι] Hdt.1.132; ἦν δὲ κἀμπέλου σπονδή S.Fr.398; σπονδὴ θεοῦ a drink-offering to a god, E.Cyc.469; ἔγχει δὴ σπονδήν Ar. Pax 1102, cf.Antipho 1.19, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); σ. ἐγκανάξαι Ar.Eq.106; σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπεῖσαι, A.Supp.982, E.El.511; Διοσκόρων μέτα σπονδῶν μεθέξεις Id.Hel.1668, cf. Ba.45; σπονδὰς ποιεῖσθαι, ποιεῖν, Antipho 1.18, Men.273, etc.; τρίτας σπονδὰς ποιήσαντες (where pl. is used of a single libation) X.Cyr.2.3.1, cf. τριτόσπονδος; σπονδὴ σπονδή· εὐφημεῖτε εὐφημεῖτε Ar.Pax 433; σπονδῶν μετεῖχε καὶ εὐχῶν D. 19.128; περὶ σπονδὰς καὶ κύλικας εἶχον were engaged in feasting, Hdn.4.11.4; of the rites of hospitality, D.19.189. II pl., σπονδαί a solemn treaty or truce (because solemn drink-offerings were made on concluding them, D.S.3.71 [here in sg.]; σπονδαί τ' ἄκρητοι καὶ δεξιαὶ ᾗς ἐπέπιθμεν Il.2.341; distd. fr. εἰρήνη, And.3.11); σ. τοῦ πολέμου Aeschin.2.172; αἱ Λακεδαιμονίων σ. the truce with them, Th.1.35; αἱ πρός τινα σ. ib.44, etc.; σπονδὰς φέρειν to offer a truce, E.Ph.97; παραδιδόναι Ar.Eq.1389; προκαλεῖσθαι ib.796; δέχεσθαι Th.5.21, 30; ἄγειν πρός τινας δεχημέρους σπονδάς Id.6.7; σ. εἵλετο X.HG3.2.1; σπονδῶν τυχεῖν Id.An.3.1.28; σ. ποιήσασθαί τινι make a truce with any one, Hdt.1.21; πρός τινας Ar.Ach.52, 131; less freq., σ. ποιεῖν Th.5.76; σ. σπένδεσθαι (v. σπένδω) ; ὀμνύειν Foed.ib.5.23; σ. γενέσθαι Hdt.7.149; ἐπὶ τούτοις on these conditions, Th.4.16; σπονδέων ἐουσέων Hdt.7.149; τῶν σ. προκεχωρηκυιῶν Th.1.87; αἱ σ. μενόντων X.An.2.3.24; σπονδὰς τέμωμεν (on the false analogy of ὅρκια τ.) E.Hel.1235; τὰς σ. μέλλειν ἀπορρηθήσεσθαι Lys.22.14; ξυγχέαι Th.5.39, cf. 1.146; λύειν ib.78, etc.; παραβῆναι Ar.Av.461, cf. X.An.4.1.1, D.19.191; σπονδῶν σύγχυσις Pl.R.379e; ἐμμενῶ ταῖς σπονδαῖς Foed. ap. Th.5.18; σπονδὰς ποιησαμένους τὰ περὶ Πύλον,= σπεισαμένους τὰ π. Π., having made a truce as regards... Id.4.15; σ. τοῖς σώμασιν, ὥστε ἀπελθεῖν a safe-conduct, Aeschin.2.141. 2 esp. the Truce of God during the Olympic games, etc., αἱ Ὀλυμπιακαὶ σ. Th.5.49; λέγοντες μὴ ἐπηγγέλθαι πω ἐς Λακεδαίμονα τὰς σ. ibid.; during the Eleusinian mysteries, Aeschin.2.133, IG12.6.48,68, al. 3 document embodying a treaty, εἴρηται ἐν [ταῖς σ.] Th.1.35, cf. X.HG2.4.36. III money payment in addition to rent in kind, POxy.101.19 (ii A.D.), etc. 2 douceur, gratuity, σ. παιδαρίοις ib.1207.10 (ii A.D.), etc. 3 fee paid to officials, ib.1284.16 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 923] ἡ, die heilige Spende, Trankopfer, der Wein, den man, bevor man selbst trank, den Göttern zu Ehren auf den Altar oder den Tisch, auch ins Opferfeuer ausgoß; die Sitte ist beschrieben Il. 7, 480; νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι, Pind. I. 5, 37; θύειν τε λείβειν θ' ὡς θεοῖς Ὀλυμπίοις σπονδάς, Aesch. Suppl. 960; χαλίκρητοι, frg. 438; οὐ σπονδῇ χρέωνται οἱ Πέρσαι, Her. 1, 132; σπονδὰς ποιεῖσθαι, Plat. Conv. 176 a; σπονδὰς ποιεῖν, Xen. An. 4, 3, 13; τρίτας σπονδὰς ποιεῖσθαι, dem Hermes, den Charitinnen und dem Zeus σωτήρ ein Trankopfer bringen, Mem. 2, 3, 1; vgl. Διὸς σωτηρίου σπονδὴ τρίτου κρατῆρος, Soph. frg. 375; ἀγαθοῦ δαίμονος, Ar. Equ. 106; ἐγχεῖν σπονδήν, Pax 1068. – Bes. die heilige Spende, welche man bei feierlichen Verträgen und Friedensschlüssen zu verrichten pflegte; daher αἱ σπονδαί der feierlich geschlossene Vertrag, das Bündniß, der Waffenstillstand; σπονδαὶ ἄκρητοι, ein mit Spenden von lauterem, ungemischtem Weine geschlossener Waffenstillstand, Il. 2, 341. 4, 159; vgl. Hes. O. 340; Her. 7, 149; σπονδὰς σῷ κασιγνήτῳ φέρων, Eur. Phoen. 97; σπονδαῖς πεποιθώς, 603; dah. auch σπονδὰς τέμωμεν, Hel. 1251, wie sonst ὅρκια; auch im sing., Cycl. 467; von εἰρήνη unterschieden, Andoc. 3, 11; σπονδαὶ τριακοντούτιδες, Ar. Ach. 194; σπονδὰς ποιεῖσθαι πρός τινα, Ar. 1599 u. sonst; σπονδαὶ Ὀλυμπιακαί, Thuc. 5, 49, Ἰσθμιάδες, 8, 9; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν, Plat. Rep. II, 379 e; σπονδὰς ποιεῖσθαι Xen. An. 3, 3, 8 u. öfter; σπονδὰς παρέβαινον, Dem. 19, 191; σπονδαὶ ἐνιαύσιοι, Pol. 5, 87, 4; a. Sp., wie Plut., oft.
Greek (Liddell-Scott)
σπονδή: ἡ, (σπένδω) προσφορὰ ποτοῦ, ὡς τὸ χοή, δηλ. ὁ οἶνος ὃν ἔχυνον χάριν τῶν θεῶν πρὶν πίωσιν ἐκ τοῦ ποτηρίου, ὅπως ἁγιασθῇ τὸ πῶμα, Λατ. libatio, σπονδῇ θυέεσσί τε ἱλάσκεσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· οὐ σπονδῇ χρέωνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. 132· ἦν δὲ κἀμπέλου σπονδὴ Σοφ. Ἀποσπ. 464· ἐκ σπονδῆς θεοῦ, μετὰ τὴν προσφορὰν σπονδῆς εἰς τὸν θεόν, Εὐρ. Κύκλ. 469· σπονδὴν ἐγχεῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1102, Ἀντιφῶν 113. 25· ἐγκανάξαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 106· σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 982, Εὐρ. Ἠλ. 511· Διοσκόρων μετὰ σπονδῶν μεθέξεις Εὐρ. Ἑλ. 1668, πρβλ. Βάκχ. 45· σπονδὰς ποιεῖν Μένανδρ. ἐν «Κεκρ.» 2· συχνότερον ποιεῖσθαι, Ἀντιφῶν 113. 24, κτλ.· τρίτας σπονδὰς ποιεῖσθαι (ἔνθα ὁ πληθ. κεῖται ἐπὶ μιᾶς μόνης σπονδῆς), Ξεν. Κύρ. 2. 3, 1, πρβλ. τριτόσπονδος, σωτήρ Ι. 2· ἡ συνήθεια περιγράφεται ἐν Ἰλ. Η. 480· τὴν τελετὴν ταύτην συνώδευεν ὕμνος, ἴδε Ἀριστοφ. Εἰρ. 431 κἑξ.· σπονδῶν μετεῖχε καὶ εὐχῶν, ἦτο μέτοχος τῶν ἑορταστικῶν τελετῶν, Δημ. 380. 24· περὶ σπονδὰς καὶ κύλικας ἔχειν, ἀσχολοῦμαι εἰς εὐωχίας, Ἡρῳδιαν. 4. 11· ἐπὶ τῶν τελετῶν τῆς ξενίας, Δημ. 400. 17. ΙΙ. ὁ πληθ. σπονδαὶ σημαίνει ἐπίσημον συνθήκην ἢ ἀνακωχήν, (ἐπειδὴ ἐπίσημοι σπονδαὶ ἐτελοῦντο κατὰ τὴν συνομολόγησιν αὐτῶν, Διόδ. 3. 71· διαφέρει δὲ τοῦ εἰρήνη, Ἀνδοκ. 24. 40)· σπονδαί τ’ ἄκρητοι καὶ δεξιαὶ ᾗς ἐπέπιθμεν, ἡ συνθήκη ἡ γενομένη διὰ σπονδῆς ἀκράτου οἴνου, Ἰλ. Β. 341, Δ. 159· σπ. τοῦ πολέμου Αἰσχίν. 51. 15· αἱ Λακεδαιμονίων σπ., αἱ μετ’ αὐτῶν συνθῆκαι, Θουκ. 1. 35, πρβλ. 5. 30· αἱ πρός τινα σπ. ὁ αὐτ. 1. 44, κτλ.· σπονδὰς φέρειν, προσφέρω ἀνοκωχήν, Εὐρ. Φοίν. 97· παραδιδόναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1389· προκαλεῖσθαι αὐτόθι 796· σπ. δέχεσθαι Θουκ. 5. 21, 30· ἄγειν ὁ αὐτ. 6. 7· αἱρεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 1· σπονδῶν τυχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 1, 28· - σπ. ποιεῖσθαί τινι, κάμνω ἀνοκωχὴν πρός τινα, Ἡρόδ. 1. 21· πρός τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 52. 131· σπανιώτερον, σπ. ποιεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 58, Θουκ. 5.76· σπ. σπένδεσθαι (ἴδε ἐν λ. σπένδω)· ὀμνύειν Θουκ. 5. 23· σπ. γίγνονται Ἡρόδ. 7. 149· ἐπὶ τούτοις, μὲ τούτους τοὺς ὅρους, Θουκ. 4. 16· σπονδέων ἐουσέων Ἡρόδ. 7. 149· αἱ σπ. προχωροῦσι Θουκ. 1. 87· μένουσι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 24· ἔτι καὶ, σπονδὰς τέμνειν (καθ’ ἡμαρτημένην ἀναλογίαν πρὸς τὸ ὅρκια τ.) Εὐρ. Ἑλ. 1235· σπ. ἀπειπεῖν Λυσ. 165. 28· συγχέειν Θουκ. 5. 39, πρβλ. 1. 146· λύειν ὁ αὐτ. 1. 78, κτλ.· παραβαίνειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 461· σπονδῶν σύγχυσις Πλάτ. Πολ. 379Ε· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας Θουκ. 6. 7· ἐμμένειν ἐν σπονδαῖς ὁ αὐτ. 5. 18· σπονδὰς ποιεῖσθαι τὰς περὶ Πύλον = σπένδεσθαι τὰ περὶ Π., κάμνω ἀνακωχὴν ὡς πρός..., ὁ αὐτ. 4. 15· σπ. αἰτεῖν τοῖς σώμασι, ὥστε ἀπελθεῖν, ζητεῖν ἐγγύησιν ἀσφαλείας σωματικῆς, Αἰσχίν. 46. 38. 2) ἰδίως ἡ ἐπίσημος εἰρήνη ἢ ἀνακωχὴ κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, κτλ., αἱ Ὀλυμπιακαὶ σπ. Θουκ. 5. 49, πρβλ. Αἰσχίν. 45. 38· τὰς σπ. ἐπαγγέλλειν εἰς τόπον Θουκ. 5. 49. 3) αὐτὴ ἡ εἰρήνη, τὸ κείμενον αὐτῆς, εἴρηται ἐν ταῖς σπ. ὁ αὐτ. 1. 35, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 libation, càd offrande de vin pur ou d’autres liquides que l’on répandait à terre ou sur le foyer, ou sur l’autel ou sur la victime, et que l’on consacrait aux dieux : τρίτας σπονδὰς ποιεῖσθαι XÉN faire les trois libations (en l’honneur d’Hermès, des Grâces et de Zeus sauveur);
2 particul. libations qui accompagnent la conclusion d’un traité, d’où (en ce sens tjrs au pl. αἱ σπονδαί) traité, alliance, convention : σπονδαὶ ἄκρητοι IL armistice avec libation de vin pur ; σπονδὰς σπένδεσθαι XÉN, ποιεῖσθαι THC, rar. ποιεῖν THC, συγχέειν THC faire une convention ; σπονδὰς ὀμνύειν THC jurer un traité ; σπονδὰς ἄγειν πρός τινα THC conclure un traité avec qqn ; ἐμμένειν ἐν σπονδαῖς THC rester dans les termes d’un traité ; σπονδὰς παραβαίνειν XÉN violer un traité ; σπονδὰς λύειν THC rompre un traité ; σπονδαὶ γίγνονται HDT un traité survient, càd est conclu ; σπονδαί εἰσιν HDT un traité existe, subsiste;
3 particul. trêve ou armistice pendant la célébration des jeux Olympiques;
4 document écrit qui contient les clauses d’un traité, instrument diplomatique.
Étymologie: σπένδω.
English (Autenrieth)
drink-offering, libation, see σπένδω. Then a treaty, ratified by libations, pl., Il. 2.341 and Il. 4.159.
Spanish
libación, líquido para derramar
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σπένδω
1. έκχυση κρασιού ή άλλου υγρού από ποτήρι στη γη κατά τις αρχαίες ιεροτελεστίες, κυρίως στις θυσίες, στις κηδείες και στις συνθηκολογήσεις (α. «ἦν δὲ κἀμπέλου σπονδή», Σοφ.
β. «ἔγχει δὴ σπονδήν», Αριστοφ.)
2. στον πληθ. σπονδές και σπονδαί
επίσημη συνθήκη ανακωχής ή ειρήνης («ἄγοντες πρὸς Ἀθηναίους δεχημέρους σπονδάς», Θουκ.)
3. φρ. «τριακοντούτεις σπονδές [σπονδαί]» — η ειρήνη που συμφωνήθηκε μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών το 445 π.Χ.
νεοελλ.
μτφ. κρασοκατάνυξη, οινοποσία
αρχ.
1. το κείμενο της συνθήκης, οι όροι της ειρήνης («λύσετε δὲ οὐδὲ τὰς Λακεδαιμονίων σπονδάς», Θουκ.)
2. η επίσημη ανακωχή κατά τη διάρκεια τών Ολυμπιακών Αγώνων («ἐς Λέπρεον αὐτών ὁπλίτας ἐν ταῑς Ὀλυμπιακαῑς σπονδαῑς ἐσπέμψαι», Θουκ.)
3. πληρωμή σε χρήμα επί πλέον της καταβολής σε είδος
4. φιλοδώρημα
5. πρόσθετο επίδομα σε αξιωματούχους
6. φρ. α) «σπονδῶν μετέχω καὶ εὐχῶν» ή «σπονδῶν κοινωνῶ» — μετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις ή στις τελετές της ξενίας
β) «περὶ σπονδὰς ἔχω» — ασχολούμαι με ευωχίες (Ηρωδιαν.).
Greek Monotonic
σπονδή: ἡ (σπένδω),·
I. προσφορά ποτού, δηλ. κρασί που έχυναν πριν πιουν οι αρχαίοι προς τιμή των θεών, Λατ. libatio, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. 1. στον πληθ. οι σπονδαὶ ήταν επίσημη συνθήκη ή εκεχειρία (διότι οι επίσημες προσφορές ποτού γίνονταν με την επίτευξη των συνθηκών)· σπονδαὶ ἄκρητοι, συνθήκη που επικυρώνεται χύνοντας κρασί που δεν ήταν αναμεμειγμένο με νερό, σε Ομήρ. Ιλ.· αἱ Λακεδαιμονίων σπονδαί, η ανακωχή μ' αυτούς, σε Θουκ.· σπονδὰς παραδιδόναι, σε Αριστοφ.· δέχεσθαι, σε Θουκ.· τυχεῖν, σε Ξεν.· σπονδὰς ποιεῖσθαί τινι, συνάπτω συνθήκη με κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Αριστοφ.· σπονδὰς τέμνειν (όπως το ὅρκια τέμνειν), σε Ευρ.· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας, σε Θουκ.
2. αἱ Ὀλυμπικαὶ σπονδαί, επίσημη ανακωχή ή εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, στον ίδ.
3. ανακωχή καθ' εαυτήν, το κείμενό της, εἴρηται ἐν ταῖς σπονδαῖς, στον ίδ.