ἀθάνατος

From LSJ
Revision as of 17:22, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθᾰνᾰτος Medium diacritics: ἀθάνατος Low diacritics: αθάνατος Capitals: ΑΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: athánatos Transliteration B: athanatos Transliteration C: athanatos Beta Code: a)qa/natos

English (LSJ)

ον, also η, ον (so regularly in sense1.1, poet. and Isoc.9.16):—

   A undying, immortal, Hom., etc.; ἀ. πρόσωπον, of Aphrodite, Sapph.1.14:— hence ἀθάνατοι, οἱ, the Immortals, Hom., Pi.Pae.6.50, etc.; ἀθάναται ἅλιαι, i.e. the sea goddesses, Od.24.47: Comp. -ώτερος Pl.Phd. 99c.    2 of immortal fame, Tyrt.12.322.    II of things, etc., everlasting, perpetual, ἀ. κακόν Od.12.118; χάρις Hdt.7.178; ἀρετή, ἀρχά, S.Ph.1420, OT905 (lyr.); κλέος, μνήμη, B.12.65, Lys.2.81; συκοφάντης Hyp.Lyc.2; ἀ. ὁ θάνατος 'death that cannot die', Amph.8; of Nisus' purple locks, ἀ. θρίξ on which life depended, A.Ch.619.    III οἱ ἀ. the immortals, a body of Persian troops in which vacancies were filled up by successors already appointed, Hdt.7.83,211; so ἀ. ἀνήρ one whose successor in case of death is appointed (as we say, the king never dies), ib.31; of a standing army, D.C.52.27.    2 maintained at a constant figure, πρόβατα PSI4.377.5 (iii B. C.), PThead.30.6 (iii A. D.); αἶγες PStrassb.30.6 (iii A. D.); διὰ τὸ ἀθάνατον (sc. τὸ παιδίον) αὐτὴν ἐπιδεδέχθαι τροφεύειν BGU1106.25 (Aug.).    IV = Lychnis coronaria, rose campion, Bridget-in-her-bravery, λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.    V Adv. ἀθανάτως, εὕδειν AP9.570 (Philod.). [ᾱθ- always in the Adj. and all derivs., v. sub ἀ- 1 fin.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀθάνᾰτος: -ον, καὶ η, ον (ὡς πάντοτε παρ’ Ὁμήρῳ, σπανίως παρὰ Τραγ., Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. 807). Ὁ μὴ θνήσκων, ἀθάνατος, τὸ ἐναντίον τοῦ θνητὸς καὶ βροτός, Ὅμ., Ἡσ., κτλ. Ἐντεῦθεν ἀθάνατοι, οἱ, = οἱ θεοί, Ὅμ. κτλ. ἀθάναται ἅλιαι, αἱ τῆς θαλάσσης θεαί, Ὀδ. Ω. 47: ― συγκρ. -ώτερος, Πλάτ. Φαίδων 99C. 2) περὶ ἀθανάτου, ἀτελευτήτου φήμης, Τυρταῖος 12. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων κτλ. Αἰώνιος, ἀθ. κακόν, Ὀδ. Μ. 118· χάρις, Ἡρόδ. 7. 178· ἀρετή, ἀρχή, Σοφ. Φ. 1420., Ο. Τ. 905· ἀθ. συκοφάντης, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 3· οὕτως, ἀθ. κλέος, μνήμη, δόξα, ὀργή, κτλ. ― ἀθ. ὁ θάνατος, = ὁ θάνατος εἶναι κατάστασις ἀτελεύτητος, ὡς τὸ τοῦ Τέννυσον «death that cannot die», θάνατος ὅστις δὲν δύναται ν’ ἀποθάνῃ, Ἄμφις ἐν «Γυναικοκρατίᾳ», 1. 2) ἀθ. θρίξ, ἐκ τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ ἐξήρτητο, Αἰσχύλ. Χο. 620. ΙΙΙ. οἱ ἀθάνατοι, σῶμα Περσικοῦ στρατοῦ, ἐν ᾧ πᾶς ἀποθνήσκων ἀνεπληροῦτο δι’ ἄλλου ἐκ τῶν προτέρων διωρισμένου, Ἡρόδ. 7, 83, 211: οὕτως ἀθ. ἀνήρ, ἐκεῖνος οὗ ὁ διάδοχος εἶναι προσδιωρισμένος ἐν περιπτώσει θανάτου, (οὕτω λέγεται παρ’ Ἄγγλοις, the King never dies δηλ. ὁ βασιλεὺς οὔποτε ἀποθνήσκει), αὐτόθι 31. IV. ἐπίρρ., ἀθανάτως εὕδειν, Ἀνθ. Π. 9. 570. [ᾱ θ - ἀείποτε ἐν τῷ ἐπιθέτῳ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε ἐν Α, α, ἐν τέλ.].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poét. η, ον :
1 immortel ; qui concerne les immortels;
2 impérissable, éternel;
3 οἱ Ἀθάνατοι les Immortels, corps perse de 10 000 h. d’élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d’avance ; Ἀθάνατος ἀνήρ HDT un immortel, un garde du corps.
Étymologie: ἀ, θανεῖν.

English (Slater)

ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)
   1 immortal καλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον (O. 6.57) μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε (P. 3.61) ἀθανάτα Θέτις (P. 3.100) Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) (P. 4.11) “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) (P. 9.63) ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν (I. 2.28) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι (I. 4.40) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.46) ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. — ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος (Pae. 15.2) ]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ. . 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [[[πρό]]]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. . τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., gods ἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν (O. 1.65) Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) (O. 1.60) προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι (O. 7.55) τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων (O. 8.25) χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.41) ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.82) ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ (P. 12.4) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.58) Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς (N. 5.35) ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.5) ἀθανάτων βασιλεὺς (N. 10.16) τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος (I. 4.59) ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος (I. 7.39) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.59) ]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα. . . πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2.

Spanish (DGE)

(ἀθάνᾰτος) -ον

• Alolema(s): lacon. ἀσάν- Alcm.7.4

• Prosodia: [ᾱθᾰ-]

• Morfología: [tb. -ος, -η, -ον Isoc.9.16 y poét.; beoc. plu. dat. ἀθανάτυς Corinn.1.3.44]
I 1inmortal εἰ γὰρ ἐγὼν ὣς εἴην ἀθάνατος καὶ ἀγήρως Il.8.539, cf. 12.323, θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήρων Od.23.336, cf. h.Cer.242, ἀθάνατον εἶναι καὶ ζώειν ἤματα πάντα h.Ven.221, 240
de los dioses gener. op. a los hombres ἐπεὶ οὔ ποτε φῦλον ὁμοῖον ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.442, μή τι σύ γ' ἀθανάτοισι θεοῖσ' ἀντικρὺ μάχεσθαι Il.5.130, cf. Od.24.64, h.Cer.11, Hes.Th.588, Ζεύς Il.2.741, 21.2, Ἀφρόδιτα Sapph.1.1, πρόγονοι Callin.1.13, τὸ ἄφθιτον ἐπὶ πράγματος, τὸ ἀθάνατον ἐπὶ θεοῦ Sch.Er.Il.13.22 (ap.crít.), pero ἀθάνατον ἄφθιτόν τε ποιήσω θεόν E.Andr.1256
subst. gener. en plu. οἱ ἀθάνατοι los inmortales, los dioses, Il.5.407, Od.5.213, Hes.Th.491, Musae.53, ἀ. ἅλιαι divinidades marinas, Od.24.47, ἀθάνατοι μάκαρες Alc.129.4, en sg., de Dioniso, Hes.Th.942
lit. crist. ὁ ἀ. el eterno de Cristo Ep.Diog.9.2, de Dios MAMA 7.587 (Frigia Oriental)
de pers. elevadas a la inmortalidad, de Ganímedes ἵν' ἀθανάτοισι μετείη Il.20.235, cf. Od.15.251, de Heracles ἐν ἀθανάτοισιν ἀνύσσας ναίει Hes.Th.954, οὐ δέ ποτε κλέος ἐσθλὸν ἀπόλλυται οὐδ' ὄνομ' αὐτοῦ, ἀλλ' ὑπὸ γῆς πὲρ ἐὼν γίγνεται ἀ. Tyrt.8.32, de difuntos IGBulg.2.796.4 (II/III d.C.), cf. 12.345 (Mesambria, imper.), en una carta de pésame οὐδεὶς ἐν ἀνθρώποις ἀθάνατος PPrincet.102.14 (IV d.C.)
de animales divinos: los caballos de Aquiles Il.16.154, los de Hades h.Cer.18, 32, los de Posidón, Pi.Fr.52p.2, los perros de Alcínoo Od.7.94
de partes del cuerpo de los dioses κράατος, χεῖρες, πόδες, ὦμοι Il.14.177, 16.704, h.Cer.232, h.Hom.28.15, ἧπαρ ἤσθιεν ἀθάνατον de Prometeo, Hes.Th.524, πρόσωπον Sapph.1.14, γλεφάροις Pi.I.8.45a
de cosas divinas αἰγίς Il.2.447, ἀθάνατοι γὰρ τοῦ (Zeus) γε δόμοι καὶ κτήματ' ἔασιν Od.4.79
de conceptos relat. a los dioses propio de los dioses, divino, sobrenatural χάρις Pi.Fr.94b.4, Hdt.7.178, ἀρετή (de Heracles), S.Ph.1420, neutr. plu. χρὴ ... οὐκ ἀθάνατα τὸν θνατὸν φρονεῖν debe el mortal no tener pensamientos que son propios de los dioses Epich.251, φρονεῖν ἀθάνατα καὶ θεῖα Pl.Ti.90c.
2 del elemento inmortal o divino en el hombre ὁ νοῦς τῶν κατθανόντων ζῇ μὲν οὔ, γνώμην δ' ἔχει ἀθάνατον εἰς ἀθάνατον αἰθέρ' ἐμπεσών E.Hel.1016, σῶμα μὲν ... αὖον ἐγένετο, τὸ δ' ἀθάνατον ἐξῆρε πρὸς τὸν ἀέρα parodiando a Platón mi cuerpo se quedó seco, pero lo inmortal se elevó hacia el aire Alex.163, ψυχὴ Pl.Phdr.245c, R.608d, cf. Thales A 1 p.68.4, Ep.Diog.6.8.
3 fil., de los elementos naturales ἀθάνατον ... καὶ ἀνώλεθρον (del ἄπειρον) Anaximand.B 3, ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι de la unidad substante a los contrarios, Heraclit.B 62, cf. Emp.B 35.14, del ἀήρ Diog.Apoll.B 7
subst. τὸ ἀ. ref. a ciertos elementos o a la divinidad de forma poco precisa τὸ γὰρ ἀεικίνητον ἀθάνατον Pl.Phdr.245c, τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον συνηρτημένον Arist.Cael.270b9.
4 gener. de abstr. eterno, imperecedero κλέος B.13.65, Μουσᾶν ἄγαλμα B.10.11, μνήμη Hdt.4.144, Lys.2.81, κακόν (de Escila) Od.12.118, πόθος Gorg.B 6, ἄλγος E.Hel.987, βίος Pi.P.3.61, πόνος Pi.Fr.52h.22, τιμαί Pi.I.2.28, Fr.121.3, ἁμέραι Pi.Fr.94a.14, ὅρος SEG 37.1036.5 (Calcedón II/III d.C.?)
fig. καλλιόνων καὶ ἀθανατωτέρων παίδων κεκοινωνηκότες habiendo tenido en común hijos más hermosos y más imperecederos Pl.Smp.209c.
II 1cuyo número nunca se acaba, que se mantiene siempre en la misma cifra οἱ ἀθάνατοι καλεόμενοι «los inmortales» cuerpo de la guardia real persa cuyos miembros en caso de baja se sustituían automáticamente por otros previamente asignados, Hdt.7.83, cf. 31, 211, Hsch.
de rebaños mantenidos siempre en la misma cifra πρόβατα PSI 377.6 (III a.C.), cf. PCair.Zen.328.126 (III a.C.), PStras.30.6 (III d.C.), tb. ref. a niños en contratos de amas de cría ἀποδῶσιν τὸν θρεπτὸν Ἐπαφρόδιτον ὑγιῆ καὶ ἀθάνατον PAmst.41.100, cf. BGU 1058.25 (ambos I a.C.).
2 de bienes no fungible, imperecedero ἀθάνατα κρε̄́ματα bienes raíces, propiedades inmuebles, ICr.4.76B.8 (Gortina V a.C.), cf. SEG 9.1.7 (Cirene IV a.C.)
subst. ἔγκτησιν ... θνατῶν καὶ ἀθανάτων ICr.1.16.17.12 (Lato II a.C.), cf. 19.3.35 (Malla II a.C.).
III que hace inmortal Νῖσον ἀθανάτας τριχὸς νοσφίσασ' (Escila) a Niso privándole del cabello que le hacía inmortal A.Ch.619.
IV bot. ἀθάνατος otro n. de la λυχνὶς στεφανωματική coronaria, Lychnis coronaria (L.) Desr., Ps.Dsc.3.100.
V adv. -ως eternamente εὕδειν ἀ. πουλὺν χρόνον AP 9.570.

Greek Monotonic

ἀθάνᾰτος: -ον, Επικ. επίσης , -ον·
I. 1. μη θνητός, αθάνατος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀθάνατοι, οἱ, οι αθάνατοι θεοί, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀθάναται ἅλιαι, δηλ. οι θαλασσινές θεότητες, σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για την αθάνατη, αιώνια φήμη, σε Τυρτ.
II. 1. επίσης, λέγεται για πράγματα, αιώνιος, παντοτινός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. ἀθάνατος θρίξ, τρίχα απ' την οποία εξαρτάται, κρέμεται η ζωή, σε Αισχύλ.
III. οἱ ἀθάνατοι, οι «αθάνατοι», σώμα Περσικού στρατού στο οποίο κάθε κενό καλυπτόταν αμέσως από άλλον στρατιώτη ορισμένο εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.
IV. επίρρ. ἀθανάτως εὕδειν, σε Ανθ. (το ᾱθ- πάντα στο επίθ. και σε όλα τα παράγωγα, βλ. Α, α).