ἴδρις

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδρις Medium diacritics: ἴδρις Low diacritics: ίδρις Capitals: ΙΔΡΙΣ
Transliteration A: ídris Transliteration B: idris Transliteration C: idris Beta Code: i)/dris

English (LSJ)

gen. ἴδριος, Att. ἴδρεως, ὁ, ἡ, neut. ἴδρι: voc.

   A ἴδρι AP9.559 (Crin.), prob. in ib.6.182 (Alex. Magnes.): pl. ἴδριες; also ἴδριδα S.Fr.1056, ἴδριδες Phryn.Com.90 (= Phryn.Trag.22), cf. πολυ-ίδριδι Sapph.166 (but these forms are censured by Hdn.Gr.2.40): (οἶδα):— poet. Adj. experienced, knowing, skilful, ἀνὴρ ἴδρις Od.6.233: c. inf., ἴδριες . . νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν 7.108: c. gen.rei, πόνου καὶ ὀϊζύος Hes.Sc.351; καλῶν Pi.O.1.104; ἔργων Archil.39, cf.A.Ag.446(lyr.), S.El.608, Ichn.124, Call.Jov.74, etc.: in late Prose, ἴ. τῶν οὐρανίων Vett.Val.4.19: with Preps., κατὰ γνώμαν ἴδρις S.OT1087 (lyr.); οὐδὲν ἴδρις Id.OC525 (lyr.); ἐν πολέμοισι D.P.857.    2 as Subst., the provident one, i.e. the ant, Hes.Op.778.

German (Pape)

[Seite 1238] ιος, att. εως, acc. ἴδριδα wird aus Soph. angeführt, wie Phrvnich. ἴδριδες gesagt hatte, s. Schol. Il. 3, 219 (οἶδα, ἴδμεν); kundig, erfahren; ἀνὴρ ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη τέχνην παντοίην Od. 6, 233; c. inf., ἴδριες νῆα ἐλαυνέμεν 7, 108; Hes. Sc. 53; καλῶν ἴδρις Pind. Ol. 1, 104; μάχης Aesch. Ag. 434; τῶν ἔργων Soph. El. 598; κατὰ γνώμην ἴδρις O. R. 1087; κακῶν Eur. Med. 285; sp. D., πάσης ἴδρι (voc.) γεωγραφίης Crinag. 24 (IX, 559); ἐν πολέμοις D. Per. 857. – Bei Hes. O. 776 ist ἴδρις die Ameise, die Vorbedächtige.

Greek (Liddell-Scott)

ἴδρις: γεν. ἴδριος, Ἀττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, οὐδ. ἴδρι· κλητ. ἴδρι Ἀττ.: πληθ. ἴδριες· - τοὺς τύπους ἴδριδι, ἴδριδα, ἴδριδες (ἐν χρήσει ἀναμφιβόλως χάριν τοῦ μέτρου παρὰ τῇ Σαπφοῖ, τῷ Σοφοκλ. καὶ Φρυν.) ἀποδοκιμάζει ὁ Εὐστ. 407. 38, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 219, Ἐτυμ. M. 42 40· (√ϜΙΔ, οἶδα) - ποιητ. ἐπίθ. πεπειραμένος, εἰδήμων, ἴδρις ἀνὴρ Ὀδ. Ζ. 233., Ψ. 160· μετ’ ἀπαρ., ἴδριες... νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν Η. 108· μετὰ γεν. πράγμ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 351, Πινδ. Ο. 1. 167, Τραγ., κλ.· μετὰ προθ., κατὰ γνώμην ἴδρις Ζοφ. Ο. Τ. 1087· οὐδὲν ἴδρις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 525· ἐν πολέμοις Διον. Π. 857. 2) ἴδρις, μόνον παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, ὁ προνοητικός, δηλ. ὁ μύρμηξ (ὡς ἐν στ. 522, ἀνόστεος, ὁ ἄνευ ὀστῶν, δηλ. ὁ πολύπους 569, φερέοικος, ὁ τὸ οἴκημα μεθ’ ἐαυτοῦ φέρων, ὁ κοχλίας): πρβλ. ἀνθεμουργός.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
savant, instruit, habile : τινος, en qch ; οὐδὲν ἴδρις SOPH qui ne sait rien, ignorant ; avec un inf., habile à faire qch.
Étymologie: R. Ἰδ, savoir ; v. *εἴδω.

English (Autenrieth)

(ϝιδρ.): knowing, skilled, skilful. w. inf., Od. 7.108. (Od.)

English (Slater)

ἴδρις (ϝίδ-.)
   1 acquainted with c. gen. ξένον καλῶν τε ἴδριν (O. 1.104)

Greek Monolingual

ἴδρις, -ι (Α)
1. ο πεπειραμένος, ο γνώστηςἀνήρ ἴδρις», Ομ. Οδ.)
2. ως ουσ. α) ο προνοητικός
β) το μυρμήγκιἴδρις σωρόν ἀμᾱται», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίδρις (< Fιδ-ρις) αποτελεί παρ. του ρ. οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (F)ιδ- της ρίζας Fειδ- (πρβλ. είδος) και συνδέεται με τον αρχ. νορβηγικό τ. vitr «έξυπνος»].

Greek Monotonic

ἴδρις: γεν. ἴδριος, Αττ. ἴδρεως, , , ουδ. ἴδρι, κλητ. ἴδρι, πληθ. ἴδριες (ἴδμεν
1. έμπειρος, ειδήμων, ικανός, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· με απαρ., γνωρίζοντας (κανείς) πώς να πράξει, σε Ομήρ. Οδ.
2. ἴδρις, μόνο στο «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου (στ. 776), προνοητικός, δηλ. το μυρμήγκι, σε Ησίοδ.