ψωμός

From LSJ
Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωμός Medium diacritics: ψωμός Low diacritics: ψωμός Capitals: ΨΩΜΟΣ
Transliteration A: psōmós Transliteration B: psōmos Transliteration C: psomos Beta Code: ywmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ψώω)

   A morsel, bit, ψ. ἀνδρόμεοι gobbets of man's flesh, Od.9.374, cf. Amips.19.2 (anap.), X.Mem.3.14.5, Pericles ap. Arist. Rh.1407a2, Plb.30.26.6; ψ. ἄρτου LXXJd.19.5, al. (ψ. alone, Ru.2.14).

German (Pape)

[Seite 1406] ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμός: -οῦ, ὁ, (ψώω) τεμάχιον, κομμάτιον ἄρτου, βλωμός, «βοῦκα» ἢ ἁπλῶς τεμάχιον τροφῆς, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, τεμάχια σαρκὸς ἀνθρωπίνης, Ὀδ. Ι. 374, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου sanies ac frusta· ἄλλον δέ ποτε τῶν συνδείπνων ἰδὼν ἐπὶ τῷ ἑνὶ ψωμῷ πλειόνων ὄψων γευόμενον.. ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5· ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις, ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δὲ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3. - Κατὰ Σουΐδ. «ψωμός, ὁ ἄρτος». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψωμοί· μέρη».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit morceau, bouchée de pain ou de viande.
Étymologie: ψάω.

English (Autenrieth)

(ψάω): morsel, gobbet, pl., Od. 9.374†.

Spanish

bocado, trozo de comida

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. μπουκιά ψωμιού
2. (κατ επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) μπουκιά φαγητού
2. (γενικά) άρτος, ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη του ψήω. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα -μός. Η λ. με αρχική σημ. «μπουκιά ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο (πρβλ. ψωμί)].

Greek Monotonic

ψωμός: -οῦ, ὁ (ψάω), μπουκιά, κομμάτι ψωμιού, τεμάχιο τροφής, ψωμοὶἀνδρόμεοι, κομμάτια από ανθρώπινη σάρκα, το του Βιργ., sanies ac frusta, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, στον Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ψωμός: ὁ кусок пищи Hom., Xen., Arst.