σύγγονος
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ον, poet. Adj.
A = συγγενής, congenital, inborn, natural, ἀτρεμία Pi.N.11.12; σύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι A.Ag.884. II connected by blood, akin, Pi.P.9.108, E.Hipp.1379 (lyr.), etc.; σ. ἑστία Pi.O.12.14; σ. τέχναι the arts proper to his race, Id.P.8.60; συγγόνῳ φρενί A.Th.1039; συγγόνων Ἐρινύων Id.Ag. 1190: as Subst., brother, sister, E.IT805,795; σ. Διοσκόροιν Ἑλένη Id.Hec.441, etc.; σύγγονοι kinsfolk, Pi.O.8.80, P.3.39, E.IA 1153. III native, of one's country, ὕδωρ S.Fr.911.
German (Pape)
[Seite 962] durch Blutsverwandtschaft verbunden, verwandt, verschwistert; im plur. die Verwandten; Pind. P. 3, 39. 9, 108; auch ἑστία, Ol. 12, 14; τέχναι, P. 8, 60; Aesch. Spt. 1025 u. sonst; Eur. oft, auch αἷμα σύγγονον, Herc. Fur. 1077. – Auch wie συγγενής, angeboren, σύγγονον βροτοῖσιν τὸν πεσόντα λακτίσαι πλέον, Aesch. Ag. 858.
Greek (Liddell-Scott)
σύγγονος: -ον, ποιητ. ἐπίθ. = συγγενής, σύμφυτος, ἔμφυτος ἐκ γενετῆς, φυσικός, ἀτρεμία Πινδ. Ν. 11. 15· ξύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885. ΙΙ. ἐσχετισμένος δι’ αἵματος, συγγενής, Λατ. cοnnatus, Πινδ. Π. 9. 190, Εὐρ. Ἱππ. 1379, κτλ.· σ. ἑστία Πινδ. Ο. 12. 21· σ. τέχναι, αἱ κατάλληλοι εἰς τὸ γένος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 86· συγγόνῳ φρενί Αἰσχύλ. Θήβ. 1034· συγγόνων Τρ. νύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1190· ― ὡς οὐσιαστ., ἀδελφός, ἀδελφή, Εὐρ. Ι. Τ. 795, 805· ξ. Διοσκόροιν Ἑλένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 411, κτλ.· σύγγονοι, συγγενεῖς, Πινδ. Ο. 8. 105, Π. 3. 60, Εὐρ. ΙΙΙ. ἐγχώριος, ὁ ἐκ τῆς χώρας τινός, ὕδωρ Σοφ. Ἀποσπ. 758.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de naissance commune avec, parent par le sang de, τινι ; abs. frère, sœur;
2 inné, naturel.
Étymologie: συγγίγνομαι.
English (Slater)
σύγγονος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι, -ους.)
a adj., hereditary, inborn συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ (O. 12.14) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν, son of Amphiareus) (P. 8.60) ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12)
b subs., kinsman κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν (O. 8.80) ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν (P. 3.39) τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.108) ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος (N. 10.40) ]ον ἶκε συγγόνους τρεῖς π[ fr. 140a. 70 (44).
c frag., Φόρκοιο σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. εκ γενετής, σύμφυτος, φυσικός
2. συγγενής
3. αυτός που έχει δεσμούς εξ αίματος συγγένειας με κάποιον άλλο
4. αυτός που ανήκει σε ένα γένος
5. εγχώριος, ντόπιος
6. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ και ἡ σύγγονος
αδελφός, αδελφή
7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σύγγονοι
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. από-γονος].
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. εκ γενετής, σύμφυτος, φυσικός
2. συγγενής
3. αυτός που έχει δεσμούς εξ αίματος συγγένειας με κάποιον άλλο
4. αυτός που ανήκει σε ένα γένος
5. εγχώριος, ντόπιος
6. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ και ἡ σύγγονος
αδελφός, αδελφή
7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σύγγονοι
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. από-γονος].
Greek Monotonic
σύγγονος: -ον, ποιητ. επίθ., = συγγενής,
I. ό,τι διαθέτει κάποιος εκ γενετής, σύμφυτος, έμφυτος, φυσικός, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. συνδεδεμένος με δεσμούς αίματος, εξ αίματος συγγενής, Λατ. cognatus, σε Πίνδ., Ευρ.· ως ουσ., αδελφός, αδελφή, σε Ευρ.· σύγγονοι, εξ αίματος συγγενείς, ξαδέρφια, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
σύγγονος: 1) врожденный, прирожденный (τινι Aesch.);
2) родной, родственный (ἑστία Pind.): σ. φρήν Aesch. родственные чувства.
ὁ и ἡ
1) родственник, родственница Pind., Eur.;
2) брат, сестра Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγγονος -ον [συγγίγνομαι] poët. aangeboren, van nature aanwezig. τι σ. βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι het is voor stervelingen iets natuurlijk om te trappen tegen wie gevallen is Aeschl. Ag. 884. ‘samen geboren’: (bloed)verwant, familie- vaak subst.. ὁ, ἡ σ. broer, zuster; οἱ σύγγονοι de verwanten, broers en/of zusters: σ. Διοσκόροιν Ἑλένη Helena, zuster van de twee Dioscuren Eur. Hec. 441.