βητάρμων
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A dancer, in pl., Od.8.250,383, Man.2.335:—later, as Adj., καπνός Nonn.D.36.297; κάπρος ib.22.44. (βαίνω, ὰραρίσκω.)
German (Pape)
[Seite 443] ονος, ὁ, Tänzer, Hom. zweimal, βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Odyss. 8, 250, βητάρμονας εἶναι ἀρίστους 8, 383; sp. D.; adj., παλμός Nonn. D. 33, 87; ὀρχηθμός Man. 2, 335.
Greek (Liddell-Scott)
βητάρμων: -ονος, ὁ, ὀρχηστής, χορευτής, Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., ῥυθμικός, ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
qui va en cadence, danseur.
Étymologie: βαίνω, marcher, ἀραρίσκω.
English (Autenrieth)
ονος (βαίνω, root ἀρ): dancer, pl., Od. 8.250 and 383.
Spanish (DGE)
-ονος, ὁ
1 danzarín Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od.8.250, cf. 383, ὀρχηθμοῦ βητάρμονας ἴδριας Man.2.335.
2 adj. que danza καπνός Nonn.D.36.297, κάπρος Nonn.D.22.44, ἰχθύες Nonn.Par.Eu.Io.21.6.
• Etimología: Comp. cuyo primer término sería *βητος, *βητη o quizá *βητ- de la r. *gu̯eH2- / *gu̯H2- ‘ir’. El segundo término estaría rel. c. ἀραρίσκω, ἁρμονία qq.u.
Greek Monolingual
βητάρμων, ο (Α)
1. ο χορευτής
2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ-άρμων συνδέεται ως προς το β' συνθετικό με την ομάδα του αραρίσκω και κυρίως με την αρμονία, αν και δεν διατηρεί την αρχική δασύτητα, φαινόμενο που πιθ. οφείλεται σε ιωνική ψίλωση. Το α' συνθετικό του βητάρμων έχει υποστηριχτεί ότι προέρχεται από τη ρίζα του βαίνω, κατ' άλλη δε άποψη < βητος, βητη ή βήτρον (πρβλ. αρχ. ινδ. gātram «μέλος») με ανομοίωση, ενώ άλλοι δέχονται < (θ.) βητ- αθέματου ονόματος βης (πρβλ. θ. δωτ- του ονόματος δως «δόση»). Τέλος, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, ο τ. βητάρμων < βηματάρμων, με συλλαβική ανομοίωση].
Greek Monotonic
βητάρμων: -ονος, ὁ, ορχηστής, χορευτής, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα βαίνω, ἀρμός).
Russian (Dvoretsky)
βητάρμων: ονος ὁ танцор, плясун Hom.