κιρσός

From LSJ
Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσός Medium diacritics: κιρσός Low diacritics: κιρσός Capitals: ΚΙΡΣΟΣ
Transliteration A: kirsós Transliteration B: kirsos Transliteration C: kirsos Beta Code: kirso/s

English (LSJ)

ὁ,

   A enlargement of a vein, varicocele, = ἰξία 111, Hp.Aph.6.21 (pl.): of varicose veins, Apollon.Mir.42, Philostr.Gym.35, Gal.7.730: —also κριξός, Poll.4.196; κρισσός, Hippiatr.14, 77, Hsch.; cf. κισσός 11.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch κρισσός, dor. κριξός, Medic.; vgl. Poll. 4, 196.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσός: ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ οἴδημα φλεβός, διάρρηξις, λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ ἰξία ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· ὡσαύτως κρισσός, κριξός, Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος, λόγω του σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kir-k- «στρέφω, κάμπτω» και ο αρχικός τ. θα ήταν κιρκ-y-ός. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, συνδέεται με κιρρός «κιτρινωπός», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.
ΠΑΡ. κίρσιον, κιρσώδης
αρχ.
κιρσώ.
ΣΥΝΘ. κιρσοειδής, κιρσοκήλη
αρχ.
κιρσοτομώ, κιρσουλκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιρσός -οῦ, ὁ geneesk. spatader.