Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηρύομαι

From LSJ
Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηρύομαι Medium diacritics: μηρύομαι Low diacritics: μηρύομαι Capitals: ΜΗΡΥΟΜΑΙ
Transliteration A: mērýomai Transliteration B: mēryomai Transliteration C: miryomai Beta Code: mhru/omai

English (LSJ)

[ῡ], Dor. μᾱρ- Theoc. (v. infr.): aor. ἐμηρῡσάμην:—

   A draw up, furl, ἱστία μηρύσαντο Od.12.170, cf. A.R.4.889; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα drew up the anchor, S.Fr.761; μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Opp.C.1.50; μ. πείσματα, σχοίνους, AP10.2 (Antip. Sid.); wind up the strands of a torsion-engine, HeroBel.98.10, AP10.5 (Thyill.); draw out phlegm, Aret.SA1.5.    2 in weaving, κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασθαι weave the woof into the warp, Hes.Op.538.    b wind off thread, LXX Pr.31.13, Luc.Herm.47.    3 in Med., μαρύεται περὶ χείλη κισσός ivy draws itself, winds round the edge, Theoc.1.29.    II Act. is found in pf., περὶ τὸν τένοντα δυσκρίτους φλέβας μεμήρυκεν has twined, Hp.Oss.16.

Greek (Liddell-Scott)

μηρύομαι: Δωρ. μᾱρ-Θεόκρ.: ἀόρ. ἐμηρῡσάμην· ἀποθ. Συστέλλω, ἱστία μηρύσαντο Ὀδ. Μ. 170: σωρεύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889: ἀνασύρω, ναύται δ’ ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα, ἀνέσυραν τὴν ἄγκυραν, Σοφ. Ἀποσπ. 699· μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Ὀππ. Κυν. 1. 50· μ. πείσματα, σχοίνους Ἀνθολ. Π. 10. 2 καὶ 5. 2) ἐν τῷ ὑφαίνειν, κρόκα ἐν στήμονι μηρύομαι, ἐνυφαίνω τὸ ὑφάδι εἰς τὸ στημόνι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· - ἀκολούθως, τυλίσσω κλωστήν, Λουκ. Ἑρμότ. 47. 3) μηρύομαι, φαίνεται ὡς Παθ. ἐν Θεοκρ. 1. 29, κισσὸς μαρύεται περὶ χείλη, τυλίσσεται περὶ τὰ χείλη, τὴν ἄκραν. - Λέξις Ἐπικ., ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. ἐκμηρύομαι. [ῡ εἰς ἅπαντας τοὺς χρόνους, μηρῡοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889· μηρῦσαντο Ὀδ., κτλ.].

French (Bailly abrégé)

impf. ἐμηρυόμην, f. inus., ao. ἐμηρυσάμην, pf. inus.
rouler : ἱστία OD enrouler des voiles.
Étymologie: DELG étym. douteuse.

English (Autenrieth)

aor. μηρύσαντο: draw up, furl by brailing up; ἱστία, Od. 12.170†. (See cut No. 5, an Egyptian representation of a Phoenician ship.)

Greek Monolingual

μηρύομαι και δωρ. τ. μαρύομαι (Α)
1. συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω, ανασύρωιστία μηρύσαντο», Ομ. Οδ.)
2. τεντώνω τις χορδές πολεμικής μηχανής
3. υφαίνω
4. εξάγω φλέγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μήρινθος.

Greek Monotonic

μηρύομαι: Δωρ. -μᾱρ-, αόρ. αʹ ἐμηρῡσάμην, αποθ.,
I. μαζεύω, τυλίγω τα πανιά του πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· μαζεύω, τυλίγω καλώδια κ.λπ., σε Ανθ.· κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασθαι, υφαίνω το υφάδι στο στημόνι, σε Ησίοδ.
II. Παθ., κισσὸς μαρύεται περὶ χείλη, ο κισσός περιτυλίγεται γύρω από την άκρη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μηρύομαι: дор. μᾱρύομαι
1) сворачивать, свертывать (νεὸς ἱστία Her.);
2) сматывать, свивать (πείσματα, σχοίνους Anth.); med.-pass. виться (κισσὸς μαρύεται περί τι Theocr.);
3) разматывать (λίνον τῆς Ἀριάδνης Luc.).