κραναός

From LSJ
Revision as of 03:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνᾰός Medium diacritics: κραναός Low diacritics: κραναός Capitals: ΚΡΑΝΑΟΣ
Transliteration A: kranaós Transliteration B: kranaos Transliteration C: kranaos Beta Code: kranao/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. word,

   A rocky, rugged, in Hom. always of Ithaca (exc. in Il.3.445 where it is pr. n. of an island), Il.3.201, Od. 1.247, al.; of Delos, Pi.I.1.3; freq. of Athens, Id.O.7.82, etc.: hence as pr. n., Κραναὰ πόλις Athens, Ar.Ach.75; simply αἱ Κρανααί Id.Av.123; ἡ Κραναά of the Acropolis, Id.Lys.481; Κραναοί the people of Attica, Hdt.8.44, Str.9.1.18; παῖδες Κραναοῦ (Cranaos being a mythic king of Athens) A.Eu.1011 (anap.)    2 generally, hard, χέλυς Opp.H.5.396; of a fishing-rod, ῥάβδος κ. ib.4.364.    3 stinging, κ. ἀκαλῆφαι Ar.Fr.560. κρᾰνέα, ἡ, v. κράνεια.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰναός: ὰ καὶ ή, όν, ποιητ. λέξ., πετρώδης, τραχύς, ἀνώμαλος, ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως χώρας τινός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς Ἰθάκης (διότι ἐν Ἰλ. Γ. 445, δὲν εἶναι ἐπίθ. ἀλλὰ κύριον ὄνομα νήσου, ἴσως τὰ Κύθηρα), Ἰλ. Γ. 201, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἐπὶ τῆς Δήλου, Πινδ. 1. 1, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ο. 7. 151, κτλ.· ― ἐντεῦθεν κατέστη κύριον ὄνομα, Κραναὰ πόλις, αἱ Ἀθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 75· ἢ ἁπλῶς αἱ Κρανααί, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 123· ἡ Κραναά, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 481· Κραναοί, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς, Ἡρόδ. 8. 44· (ἔνθα ἴδε Valck.), Στράβ. 397· καλούμενοι καὶ παῖδες Κραναοῦ (ὁ Κραναὸς ἦτο μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν), Αἰσχύλ. Εὐμ 1011, πρβλ. Clinton εἰς Ἡρ. Μαιν. 1. 57 κἑξ. 2) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Ὀππ. Ἁλ. 5. 396· ἐπὶ ξύλου, ῥάβδος κρ. αὐτόθι 4. 364, πρβλ. κράνον. 3) τραχύς, αὐστηρός, κεντητικός, Λατ. asper, κρ. ἀκαλῆφαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 473. Ἡ √ΚΡΑ ἢ ΚΑΡ φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε τραχύς, σκληρός, κάρυον (nax), Σανσκρ. kar-akas (κοκκοκάρυον), Λατ. car-ina (κέλυφος καρύου, κτλ.)· ἐντεῦθεν καὶ κάρκαρος (κάρχαρος). Σανσκρ. karkar-as (hard)· ὡσαύτως κράνος (περικεφαλαία), κραναός· πρβλ. κράτος, κραταιός).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dur, âpre, rocailleux.
Étymologie: cf. κράνος et κάρα.

English (Autenrieth)

rocky, epith. of Ithaca.

English (Slater)

κρᾰνᾰός
   1 rocky κρανααῖς ἐν Ἀθάναις (O. 7.82) κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι (O. 13.38) κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν (N. 8.11) μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος (I. 1.3)

Greek Monolingual

κραναός, -ή, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. τραχύς, βραχώδης, πετρώδης («μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾱλος», Πίνδ.)
2. σκληρός («κραναὴ χέλυς», Οππ.)
3. αυτός που δαγκώνει, δηκτικός («κρανααὶ ἀκαλῆφαι», Αριστοφ.)
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) μυθ. ὁ Κραναός
Αττικός ήρωας που έλαβε την εξουσία στην Αττική μετά τον Κέκροπα και βασίλευσε κατά την περίοδο του κατακλυσμού που έγινε επί Δευκαλίωνος
5. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κραναοί
οι κάτοικοι της Αττικής
6. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Κραναά
η Ακρόπολη τών Αθηνών
7. φρ. «Κραναά πόλις» ή, απλώς, «Κρανααί» — η Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

κρᾰναός: -ή, -όν, βραχώδης, πετρώδης, τραχύς, λέγεται για την Ιθάκη, σε Όμηρ.· λέγεται για την Αθήνα, σε Πίνδ.· απ' όπου, η Αθήνα ονομαζόταν Κραναὰ πόλις ή αἱ Κρανααί, στον ίδ.· οι Κραναοί, οι άνθρωποι της Αττικής, σε Ηρόδ.· και Κραναός, μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰναός: 1) твердый, каменистый, тж. скалистый, обрывистый (Ἰθάκη Hom.; Ἀθᾶναι Pind.);
2) колючий, шиповатый (ἀκαλῆφαι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραναός -ή -όν rotsachtig, ruig:; ἐν δήμῳ Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης in het land van Ithaca, dat toch zo rotsachtig is Il. 3.201; subst. ἡ Κραναά Acropolis (in Athene); plur. αἱ Κρανααί Athene. knoestig:. κραναὸς πίτυς een knoestige pijnboom AP 6.110.4.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: hard, raw, rocky (Il.), also of Athens and the Athenians (Hdt., Ar.); called Κραναὰ πόλις or Κρανααί (Ar.) resp. Κραναοί (Hdt.); Κραναός a mythical king of Athens.
Compounds: κραναή-πεδος with rocky bottom said of Delos (h. Ap. 72, -η- metr. conditioned; Zumbach Neuerungen 18).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With the form cf. κερα(Ϝ)ός, τανα(Ϝ)ός; so prop. *κραναϜός; no connection known. The traditional connection with words for heart (s. κράτος) means nothing, as long as the formation has not been explained. Diff. Johansson BB 18, 26f. and Ehrlich Sprachgeschichte 21f. (κάρνος, κραίνω, κράνος etc.; s. Bq).