ἴαμα

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴᾱμα Medium diacritics: ἴαμα Low diacritics: ίαμα Capitals: ΙΑΜΑ
Transliteration A: íama Transliteration B: iama Transliteration C: iama Beta Code: i)/ama

English (LSJ)

Ion. ἴημα, ατος, τό, (ἰάομαι)

   A remedy, medicine, Hdt.3.130, Hp.Acut.6, Th.2.51, Pl.Lg.771c, etc.; στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα v.l. in A.Fr.385.    II = ἴασις, ἰάματα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκλαπιοῦ IG4.951.2(Epid.), cf. 1 Ep.Cor.12.9(pl.).    2 soothing, pacification, LXXEc.10.4.

German (Pape)

[Seite 1232] τό, ion. ἴημα, Heilmittel, Heilung; κακῶν Aesch. frg. 296; ἤπια ἰήματα Her. 3, 130; Hippocr.; ἴαμα τῶν παθημάτων γιγνόμενον Plat. Tim. 66 c; αἱ περὶ τὰ τῶν Κορυβάντων ἰάματα τελοῦσαι Legg. VII, 790 d; Sp., Luc. calumn. 17 ἴαμα προσάπτειν τινί, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἴᾱμα: Ἰων. ἴημα, τό, (ἰάομαι) μέσον ἰάσεως, ἰάτρευμα, θεραπεία, «ἰατρικόν», Ἡρόδ. 3. 130, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Θουκ. 2. 51, Πλάτ., κλ.· στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 382. ΙΙ. = ἴασις, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
remède.
Étymologie: ἰάομαι.

English (Strong)

from ἰάομαι; a cure (the effect): healing.

English (Thayer)

ἰαματος, τό (ἰάομαι);
1. a means of healing, remedy, medicine; (Herodotus 3,130; Thucydides 2,51; Polybius 7,14, 2; Plutarch, Lucian, others).
2. a healing: plural, Plato, legg. 7, p. 790d.).

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα)
μέσο θεραπείας, φάρμακο
μσν.-αρχ.
θεραπεία
αρχ.
καταπράυνση, κατευνασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + κατάλ. -μα (πρβλ. θρύλη-μα, ποίη-μα)].

Greek Monotonic

ἴᾱμα: Ιων. ἴημα, -ατος, τό (ἰάομαι
I. μέθοδος ίασης, γιατρειά, θεραπεία, γιατρικό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. = ἴασις, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἴᾱμα: ион. ἴημα, ατος (ῑ) τό
1) целительное средство, лекарство (ἤπια καὶ ἰσχυρὰ ἰήματα Her.; ἴ. καὶ φάρμακον πάθους τινός Plut.);
2) исцеление (κακῶν Aesch., Plut.; παθημάτων Plat.): ἰάματα προσάπτειν τινί Luc. приписывать кому-л. исцеления; χαρίσματα ἰαμάτων NT дар исцеления.