κόρση

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρση Medium diacritics: κόρση Low diacritics: κόρση Capitals: ΚΟΡΣΗ
Transliteration A: kórsē Transliteration B: korsē Transliteration C: korsi Beta Code: ko/rsh

English (LSJ)

ἡ, Att. κόρρη, Dor. κόρρα Theoc.14.34, Aeol. κόρσα Alc. 34.5:—

   A temple, side of the forehead (in this sense not in pl., for wh. κρόταφοι is used, but cf. Ruf.Onom.13, Poll.2.40), ξίφει ἤλασε κόρσην Il.5.584, cf. 13.576; τόν ῥ' Ὀδυσεὺς . . βάλε κόρσην· ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή 4.502, cf. Call.Dian.78.    2 in Att., πατάξαι ἐπὶ κόρρης smack on the jaw, Pherecr. 155b (CAF iii p.716), D.21.147; ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὶ κόρρης [τύπτῃ], i.e. with the fist, or with the open hand, ib.72; ἐπὶ κόρρης τύπτειν Pl.Grg.486c, 508d, 527a; ῥαπίζειν ἐπὶ κ. Hyp.Fr.97 (ἐρραπίσθη τὴν γνάθον ibid.); πὺξ ἐπὶ κόρρας ἤλασα Theoc.l.c.; later κατὰ κόρρης πατάσσειν Luc.DMort.20.2, Gall.30, cf. EM529.39.    3 in pl., hair, λευκὰς δὲ κ. τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ A.Ch.282, cf. Poll.2.32 (perh. the white down in psoriasis): in sg., ναὶ μὰ τήνδε τὴν τεφρὴν κόρσην Herod.7.71 (unless in signf. 1.4).    4 head, κ. ἀναύχενες Emp.57.1, cf. Nic. Th.905, Opp.C.3.25; Att. for the whole head and neck, Ael.Dion.Fr.235; Ion. for head, Eratosth. ap. Did.in Miller Mél.400.    II part of a temple gate, Vitr. 4.6.3.    III in pl., = κρόσσαι, Hsch.; also, = κλίμακες, Id. (Perh. cogn. with κάρα.)

German (Pape)

[Seite 1487] ἡ, att. κόῤῥη, dor. κόῤῥα, die Seite des Kopfes, die Schläfe; βάλε δουρὶ κόρσην· ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή Il. 4, 502, vgl. 5, 584. 13, 576, immer in der Form κόρση; – ἐπὶ κόῤῥης τύπτειν, einen Backenstreich, eine Ohrfeige geben, Plat. Gorg. 486 c; auch ἐπάταξεν ἐπὶ κόῤῥης, Dem. 21, 147, wie Luc. Gall. 30 u. a. Sp. – Der ganze Kopf, Nic. Ther. 905; πάσσονα μὲν φορέουσι δέρην, μεγάλην δέ τε κόρσην Opp. Cyn. 3, 25. – Bei Aesch. Ch. 280, λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ, steht »weiße Schläfen« für »weißes Haar«, worauf sich Poll. 2, 32 u. E. M 530, 52 beziehen mit der Erkl. τρίχες, indem sie es deshalb von κείρειν ableiten. Vgl. aber κρόταφος.

Greek (Liddell-Scott)

κόρση: ἡ, νεώτ. Ἀττ. κόρρη, Δωρ. κόρρα· (ἐκτεταμ ἐκ τῆς √ΚΑΡ κάρα)· ― τὸ παρὰ τὸ μέτωπον πλαγίως κείμενον μέρος, ξίφει ἤλασε κόρσην Ἰλ. Ε. 584, πρβλ. Ν. 576· ἰσοδύναμον τῷ κρόταφος, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Δ. 502, τόν ῥ’ Ὀδυσεὺς… βάλε κόρσην· ἡ δ’ ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή· καὶ ὅταν εἶναι ανάγκη πληθ. ὡς ἐν τῇ Λατ. tempora, τίθεται ὁ πληθ. κρόταφοι· ― οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐπὶ κόρρης πατάσσειν, τύπτειν κατὰ κροτάφου, Δημ. 562. 9· ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὶ κόρρης τύπτῃ, δηλ. διὰ τῆς πυγμῆς ἢ διὰ τῆς παλάμης, ὁ αὐτ. 537 ἐν τέλ.· ἐπὶ κόρρης τύπτειν Πλάτ. Γοργ. 486C, 508D, 527A· πὺξ ἐπὶ κόρρας ἤλασα Θεόκρ. 14. 34· μεταγεν., κατὰ κόρρης πατάσσειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 2, Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 30, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 529. 39. 2) αἱ παρὰ τοὺς κροτάφους τρίχες, τὰ πλάγια τῆς κόμης, ἅπερ πρῶτα συνήθως λευκαίνονται (πρβλ. πολιός), ἐν τῷ πληθ. Αἰσχύλ. Χο. 282, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 530 ἐν τέλ., Πολυδ. Β΄, 32. 3) ἡ κεφαλή, Ἐμπεδ. 307, Νικ. Θηρ. 905, Ὀππ. Κυν. 3. 25. ΙΙ. μέρος τῆς πύλης ναοῦ, Βιτρούβ. 4. 6. ΙΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κρόσσαι, δηλ. στεφάναι πύργων.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. κόρρη.

Greek Monolingual

κόρση και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα)
το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.)
αρχ.
1. το πλάγιο μέρος της κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.)
2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.)
3. συν. στον πληθ. αἱ κόρσαι
οι τρίχες που βρίσκονται στους κροτάφους, τα πλάγια της κόμης («λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ», Αισχύλ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάλξεις, προμαχῶνας, στεφάνας πύργων ἢ κλίμακας»
5. το κεφάλι μαζί με τον τράχηλο
6. μέρος της πύλης του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορσός. Προσπάθειες συνδέσεως του κόρση με τα κέρας, κάρηνα δεν θεωρούνται ικανοποιητικές.
ΠΑΡ. αρχ. κορσάς, κορσεία, τα, κορσεύς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κορσοειδής. (Β' συνθετικό) α) -κορσος: αρχ. δίκορσος, δοχμόκορσος, πυρρόκορσος
β) -κόρσης: αρχ. ψιλοκόρσης].

Greek Monotonic

κόρση: ἡ, στη νέα Αττ. κόρρη, Δωρ. κόρρα· (κάρα
1. ένας από τους κροτάφους ή το μέρος που υπάρχει πλάγια κοντά στο μέτωπο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., ἐπὶ κόρρης πατάσσειν, χτυπώ στον κρόταφο, σε Δημ.· πρβλ. κόνδυλος.
2. τα μαλλιά στους κροτάφους, που είναι τα πρώτα που γκριζάρουν, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κόρση: ἡ ион. = κόρρη.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: temple, hair on the t., metaph. parapets etc. (Il.; in Att. expressions πατάσσειν, τύπτειν, ῥαπίζειν ἐπὶ κόρρης; where prose has κρόταφος).
Other forms: Att. κόρρη, Aeol. κόρσα, Dor. κόρρα
Compounds: Compp. πυρσόκορσος "with red temples(hair)", i. e. with red manes (λέων; A. Fr. 110), ψιλο-κόρσης m. bald-headed (Call., Hdn.); κορσο-ειδής (λίθος) "with the colour of the temples", i. e. gray (Plin.; cf. MGr. κορσίτης; Redard Les noms grecs en -της 56), Κορρί-μαχος (Thess.; Kretschmer Glotta 2, 350).
Derivatives: κορσεῖα, κόρσεα pl. temples (Nic.); κορσήεις = κορσοειδής (Orph. L. 498 [?]).
Origin: IE [Indo-European] [938] *(s)ker- cut
Etymology: Prob. as subst. adj. "shaven place" to κορσός *shaven (after H. = κορμός), with σ-ο-suffix to κείρειν; cf. esp. κορσοῦν κείρειν H., ἀ-κερσε-κόμης and κουρά (s. v.). This interpretation goes back to antiquity, e. g. Poll. 2, 32: καὶ κόρσας τινες ἐκάλεσαν τὰς τρίχας διὰ τὸ κείρεσθαι; it was in recent times defended by Wackernagel KZ 29, 128 and Schwyzer 285. Only hair is not the original meaning, but a poetic metaphor; we have to start from haircut (a the side of the head), s. Frisk GHÅ 57 : 4, 14ff. with many parallels. - Not (s. Bq) to κέρας. To be rejected also J. Schmidt Pluralbild. 374 ; Forbes Glotta 36, 258ff. (to κρόταφος). Cf. K. Forbes, Glotta 36 (1958) 191-205.

Middle Liddell

κόρση, ἡ, κάρα
1. one of the temples, the side of the forehead, Il.;—so in attic, ἐπὶ κόρρης πατάσσειν to box on the ear, Dem.; cf. κόνδυλος.
2. the hair on the temples, which is the first to turn gray, Aesch.