χερνής
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ῆτος, Dor. χερνάς, ᾶτος, ὁ,
A poor, needy, ἐν χερνῆσι δόμοις <*>El.207 (lyr.); χερνῆτα βίον AP6.39 (Arch.); with fem. Subst., γυνὴ χ. Gal. ap. Orib.inc.22(6).13; χέρνης Hsch., but χερνής Hdn. <*>.1.64; fem. χερνῆσσα ib.1.250. (Acc. to Hsch. from χέρνα, ἡ poverty: but acc. to Arist.Pol.1277a38 ὁ ζῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν.)
German (Pape)
[Seite 1350] (auch χέρνης accentuirt, wogegen Arcad. p. 97, 7 spricht), ῆτος, ὁ, der Arme, Dürftige, der von seiner Hände Arbeit lebt, der Taglöhner; auch adj., ἐν χερνῆσι δόμοις ναίω Eur. El. 205; χερνῆτα βίον ἔσχον Archi. 11 (VI, 39). – Nach Aristot. pol. 3, 4,12 auf χείρ zurückzuführen, doch scheint χῆρος, χηρεύω, careo nahe zu liegen.
Greek (Liddell-Scott)
χερνής: ῆτος, Δωρ. χερνάς, ᾶτος, ὁ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, ἐργάτης, ἄπορος ἄνθρωπος, ὡς τὸ πένης, Ἀνθ. Παλατ. 7. 709. 2) ὡς ἐπίθ., ἐνδεής, πτωχικός, ἐν δόμοις χερνῆσι Εὐρ. Ἠλ. 205 χερνῆτα βίον Ἀνθ. Παλατ. 6. 39. - Τὴν λέξιν γράφει παροξύτονον μὲν (χέρνης) ὁ Ἡσύχ. (ἔνθα νῦν χερνὴς) κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ πλάνης, ὀξύτονον δὲ (χερνὴς) ὁ Ἀρκάδ. 96, κατ’ ἐγγυτέραν ἀναλογίαν πρὸς τὸ γυμνής· καὶ ὁ τονισμὸς οὗτος βεβαιοῦται ἐκ τοῦ θηλ. τύπου χερνῆσσα μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. (Κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ χέρνα, πενία, ὅπερ συγγενὲς τῷ χῆρος, χηρεύω, careo· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν).
French (Bailly abrégé)
ῆτος;
adj. m.
qui vit du travail de ses mains ; pauvre, misérable.
Étymologie: χείρ.
Greek Monolingual
-ῆτος, και χέρνης, -ητος, και δωρ. τ. χερνάς, -ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, -ήτιδος, και χερνῆσσα, -ήσσης, Α
1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ.
β. «οἱ χερνῆτες
οὗτοι δ' εἰσίν, ὥσπερ σημαίνει καὶ τοὔνομ' αὐτούς, οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν χειρῶν», Αριστοτ.)
2. ως επίθ. φτωχικός, στερημένος (α. «ἐν χερνῆσι δόμοις», Ευρ.
β. «χερνῆτα βίον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει ως α΄ συνθετικό τη λ. χείρ (για τη μορφή χερ- του θ. βλ. λ. χειρ και χέρνιψ), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη ως προς το β' συνθετικό. Κατά μία άποψη, το β' συνθετικό της λ. ανάγεται στο ρ. νέω (ΙΙ) «γνέθω» (πρβλ. νῆ-μα, νή-θω), άποψη η οποία στηρίζεται στη χρήση του θηλ. χερνῆτις στον στ. Μ 433 της Ιλιάδας για μια γυναίκα που γνέθει. Στη συνέχεια η σημ. της λ. γενικεύθηκε σε «αυτός που δουλεύει με τα χέρια» και κατ' επέκταση «εγδεής, φτωχός». Ωστόσο, σημασιολογικά προβλήματα γεννά η παρουσία της λ. χείρ στον τ., η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεοναστική και περιττή σε μια λ. που αναφέρεται σε εργασία, όπως είναι το γνέσιμο, όπου η χρήση τών χεριών θεωρείται αυτονόητη. Κατ' άλλη άποψη, η οποία είναι πιθανή από σημασιολογική πλευρά, αλλά προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, η λ. χερνής έχει προέλθει με απλολογία από έναν τ. χερ-αρν-ητ-, όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. ἄρνυμαι «προσπαθώ να εξασφαλίσω, αποκτώ, κερδίζω» (πρβλ. μισθ-αρνῶ). Τέλος, οι αρχαίοι γραμματικοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη λ. χερνής, υπέθεταν την ύπαρξη ενός κύριου τ. χέρνα με σημ. «πενία». Ο τ. χερνάς αναφέρεται ως δωρ. τ., η ύπαρξη του, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
χερνής: -ῆτος, Δωρ. χερνάς, -ᾶτος, ὁ,
1. κάποιος που ζει από τα χέρια του, μεροκαματιάρης, φτωχός άνθρωπος, σε Ανθ.
2. ως επίθ., φτωχός, ενδεής, ἐν δόμοις χερνῆσι, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
χερνής: ῆτος adj. бедный, скудный, жалкий (δόμοι Eur.; βίος Anth.).
ῆτος ὁ живущий трудами своих рук, поденщик, бедняк Arst., Anth.
Middle Liddell
χερνής, ῆτος,
1. doric χερνάς, ᾶτος, one who lives by his hands, a day-labourer, a poor man, Anth.
2. as adj. poor, needy, ἐν δόμοις χερνῆσι Eur. [deriv. uncertain]