ζημίωμα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημίωμα Medium diacritics: ζημίωμα Low diacritics: ζημίωμα Capitals: ΖΗΜΙΩΜΑ
Transliteration A: zēmíōma Transliteration B: zēmiōma Transliteration C: zimioma Beta Code: zhmi/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (ζημιόω)

   A penalty, fine, Luc.Prom.13, Sammelb.5174.13 (vi A.D.), etc.; τῆς ἀταξίας for their disorder, X.HG3.1.9; -ώματα ἔστω ἀστυνόμοις let them have the right of imposing penalties, Pl.Lg.764c.    2 loss, opp. λῆμμα, BGU419.13 (iii A.D.); injury, damage, ζ. προστρίβεσθαί τινι D.C.52.33.

German (Pape)

[Seite 1139] τό, Strafe, Luc. Prom. 13; bes. Geldbuße, Plat. Legg. VI, 764 c, u. das Recht sie aufzulegen.

Greek (Liddell-Scott)

ζημίωμα: τό, (ζημιόω), τὸ ἀπολεσθέν, ποινή, πρόστιμον, Λουκ. Προμ. 13, κτλ.· τῆς ἀταξίας, διὰ τὴν ἀταξίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9. 2) τὸ δικαίωμα τοῦ ἐπιβάλλειν ζημίαν, ζ. ἔστω ἀστυνόμοις Πλάτ. Νόμ. 764C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
peine : ζημίωμά τινος XÉN peine infligée pour qch.
Étymologie: ζημιόω.

Greek Monolingual

ζημίωμα, τὸ (Α) ζημιώ
1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.)
2. πρόστιμο
3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία
4. απώλεια, φθορά, βλάβη.

Greek Monotonic

ζημίωμα: -ατος, τό (ζημιόω), ποινή, πρόστιμο, τιμωρία, σε Λουκ.· ζημίωμα τῆς ἀταξίας, ποινή που επιβλήθηκε για την αταξία τους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζημίωμα: ατος τό
1) наказание, кара: ἀταξίας ζ. Xen. наказание за нарушение (воинской) дисциплины;
2) право налагать кары: τὰ αὐτὰ καὶ ἀστυνόμοις ἔστω ζημιώματα Plat. такое же право наложения взысканий должно быть присвоено и астиномам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζημίωμα -ατος, τό [ζημιόω] boete, straf:. ἀταξίας... ζημίωμά ἐστι het is de straf voor insubordinatie Xen. Hell. 3.1.9; τὰ αὐτὰ δὲ καὶ ἀστυνόμοις ἔστω ζημιώματα en dezelfde straffen moeten ook de taak zijn van de astynomoi Plat. Lg. 764c.

Middle Liddell

ζημίωμα, ατος, τό, ζημιόω
a penalty, fine, Luc.; τῆς ἀταξίας for their disorder, Xen.