ἀκή

From LSJ
Revision as of 13:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκή Medium diacritics: ἀκή Low diacritics: ακή Capitals: ΑΚΗ
Transliteration A: akḗ Transliteration B: akē Transliteration C: aki Beta Code: a)kh/

English (LSJ)

(A), ἡ, (cf. ἀκίς)

   A point, Hsch., Suid.
ἀκή (B), ἡ, (cf. ἀκᾷ)

   A silence, ἀκὴν ἔχεν Mosch.2.18; ἀκὴν ἦγες Hsch.
ἀκή (C), ἡ, (cf. ἀκέομαι)

   A healing, Hp.Mochl.21, cf.Hum.1.

German (Pape)

[Seite 71] ἡ, die Spitze, nur bei VLL.; vgl. ἀκωκή. ἀκίς. acuo. S. auch ἀκήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκή: ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) μετὰ τριῶν σημασιῶν. Ι. αἰχμή, (πρβλ. ἀκίς, ἄκων, ἄκαινα, ἄκανος, ἀκόνη, ἄκρος, ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. ἀκαχμένος, ὡσαύτως ἀκωκή. Ἴσως δὲ καὶ ἀκμή, αἰχμή, Σανσκρ. açan (βέλος), âçus (ταχύς), Ζενδικ. aku (ἀκωκή), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. σιγή, ἡσυχία, σιωπή, (πρβλ. ἀκήν, ἀκέων, ἀκᾶ, ἄκασκα, ἀκασκαῖος, ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. θεραπεία, (ὁπόθεν ἀκέομαι, ἴσως δὲ καὶ αἰκάλος, αἰκάλλω), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, καθότι ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων ἔννοια εἶναι ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
pointe.
Étymologie: cf. ἀκίς.
2ῆς (ἡ) :
silence.
Étymologie: DELG les dérivés, archaïques et rares, expriment plus l’idée de « douceur » que l’idée de « silence » ; à rattacher pê à ἦκα.
3ῆς (ἡ) :
action de secourir, de porter remède.
Étymologie: cf. ἀκέομαι.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): jón. ἠκή Archil.111, dór. ἀκά Hsch.
1 punta, filo, fig. ἵστη κατ' ἠκὴν κύματός τε κἀνέμου se situó en el filo del oleaje y del viento Archil.l.c.
de la lanza ἀ. σιδήρου Hsch., Phot.α 739, Sud.
2 táct. extremo de la falange Hsch.l.c.
quizá fig. por meton. batalla Hsch.

• Etimología: Cf. ἄκων, -οντος, ὁ.
-ῆς, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
I silencio, quietud, calma ἀκὴν ἔχε Call.Fr.238.9, ἄλλοι ἀκὴν ἔχον A.R.3.521, ἑζομένη δ' ἐπὶ δηρὸν ἀκὴν ἔχεν Mosch.2.18, ἀκὴν ἦγες Hsch., Phot.α 739.
II como adv.
1 en ac. en silencio ἴσαν Il.4.429, ἔσαν Od.2.82, Ἀκὴν ἔμεναι παρὰ ἔργῳ Od.21.239, ἀκὴν ἧνται A.R.2.1086
en la fórmula πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ todos en silencio se quedaron callados, Il.3.95, 7.92, Od.8.234, Orph.A.826.
2 en dat. en voz baja, con suavidad ἀκᾷ δ' ἀνταγόρευσεν Pi.P.4.156.

• Etimología: Quizá rel. c. ἦκα ‘dulcemente’ y ἥκιστος, etc. y c. lat. segnis.

Greek Monotonic

ἀκή: ἡ, ως ουσ. αναφέρεται σε δύο σημασίες:
I. αιχμή, (από όπου ἀκίς, ἄκων, ἀκονή, ἀκαχμένος, ἀκωκή, αἰχμή· πρβλ. Λατ. acus, acuo, acies).
II. σιγή, σιωπή, ησυχία, ηρεμία, (απ' όπου ἀκήν, ἀκέων, ἀκασκαῖος, ἦκα), κατεύνασμα, θεραπεία (απ' όπου ἀκέομαι).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: ἀκμη σιδήρου Suid., H. (cod. αἰχμή).
Other forms: A parallel formation is ἀκίς, -ίδος f. needle, arrow, barb (Hp.).
Compounds: see s.v. -ήκης.
Derivatives: From ἀκίς: ἀκίδιον small barb (BCH 29, 572), ἀκιδωτός pointed (Paul. Aeg.), also plant names like ἀκιδωτόν (Dsc.), passive vb. adj. ἠκιδωμένος (IG 2, 807). But ἀκίσκλων (gen. pl. BGU 1028, 12; 16, IIp) from Lat. acisculum the small pointed hammer of a stone-mason, cf. Schubart's comment.
Origin: IE [Indo-European] [18] *h₂eḱ-
Etymology: Prob. from a root noun, Schwyzer 465. - Derived from a root ἀκ- sharp, seen in several other foms.
See also: ἄκαινα, ἄκανος, ἄκων, ἀκμη, ἀκόνη, ἄκρος, ἀκωκη, ἄκων, ἠκή, -ήκης.
2.
Grammatical information: f.
Meaning: silence, quiet (Il.)
Other forms: Beside instr. ἀκᾶ, ἀκᾳ̃ (Pi.) only acc. ἀκήν; in Hom. adv. in ἀκην ἐγένοντο σιώπῃ, which shows that the original meaning was quiet, calm; cf. ἀκην ἦγες. ἡσυχίαν ἦγες H.
Derivatives: ἀκήνιον· ἥσυχον EM 48, 1. ἄκασκα = ἡσυχῶς H., Crat. 126, ἀκασκᾳ̃ (Pi. fr. 28), formation unexplained; ἀκαλά n. pl. = adv. (Hes. fr. 218, Sappho 43 L.P); ἀκαλαν (Sappho 68, 86 L.P.); ἀκαλόν· ἥσυχον, πρᾳ̃ον, μαλακόν Η. This adv. in ἀκαλαρρείταο < ἀκαλα-ρεϜε- (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἀκέων, -έοντε, -έουσα is a ptc.; the form in -ων became indeclinable (Δ 422). - One connects ἦκα, q.v.

Middle Liddell


a Subst. cited in two senses,
I. a point, (whence ἀκίς, ἄκων, ἀκόνη, ἀκαχμένος, ἀκωκή, αἰχμή; cf. Lat. acus, acuo, acies).
II. silence, calm, (whence ἀκήν, ἀκέων, ἀκασκαῖος, ἦκα): a lulling, healing (whence ἀκέομαι).

Frisk Etymology German

ἀκή: {akḗ}
Meaning: ἀκμὴ σιδήρου Suid., H. (cod. αἰχμή).
Derivative: Daneben ἀκίς, -ίδος f. Bez. allerhand spitzer Gegenstände wie Nadel, Pfeil, Widerhaken, Meißel (ion. att.), wahrscheinlich Ableitung (Umbildung) eines verschollenen Wurzelnomens, vgl. Schwyzer 465. Von ἀκίς gehen mehrere Nomina aus: ἀκίδιον kleiner Widerhaken (BCH 29, 572), ἀκιδώδης spitz (Thphr.), ἀκιδωτός ib. (Paul. Aeg. u. a.), auch Pflanzenname wie ἀκιδωτόν (Dsk.), außerdem das passive Verbaladj. ἠκιδωμένος (IG 2, 807) und das Komp. ἀκιδοειδής (Prokl.). — Dagegen ist ἀκίσκλων (Gen. pl. BGU 1028, 12; 16, IIp, Bed. unsicher) aus lat. acisculum der kleine, spitze Hammer der Steinmetzen entlehnt, vgl. Schubart z. St. — Eine reduplizierte Form liegt in ἀκωκή vor (vgl. ἀγωγή) ‘Spitze (einer Lanze, eines Schwerts usw.)’ (Hom., Theok., Opp., späte Prosa).
Etymology : ἀκή, ἀκίς, ἀκωκή enthalten alle ein Element ἀκ-, das u. a. in den bedeutungsverwandten ἄκαινα, ἄκανος, ἄκων, ἀκμή, ἄκρος, ἠκή vorliegt, s. dd.
Page 1,52