μνησικακέω

From LSJ
Revision as of 17:29, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνησῐκᾰκέω Medium diacritics: μνησικακέω Low diacritics: μνησικακέω Capitals: ΜΝΗΣΙΚΑΚΕΩ
Transliteration A: mnēsikakéō Transliteration B: mnēsikakeō Transliteration C: mnisikakeo Beta Code: mnhsikake/w

English (LSJ)

   A remember past injuries, bear malice, Hdt.8.29, Ar. Lys.590, Pl.1146, etc.; πόλλ' ἂν ἐχόντων - κακῆσαί τισι τῶν πραχθέντων D.18.96; esp. in party politics, Lys.18.19, etc.; μηδὲν or μὴ μ. pass an act of amnesty, Th.4.74, X.HG2.4.43, Decr. ap. And.1.79, D. 23.193, etc.:—Constr.: c. gen. rei, Antipho 2.1.6: c. dat. pers., Th.8.73, Lys.30.9; ὁ - κακῶν αὐτὸς αὑτῷ And.1.95: c. dat. pers. et gen. rei, μ. τινί τινος bear one a grudge for a thing, X.An.2.4.1; ἔδοξε μὴ -κακεῖν ἀλλήλοις τῶν γεγενημένων And.1.81; also οὐ -ήσω τῶν παροιχομένων ἕνεκα IG12.90.15; μ. περί τινος Isoc.14.14: later c. acc. rei, κακίαν ἕκαστος τοῦ ἀδελφοῦ μὴ -κακείτω LXX Za.7.10: c. acc. pers., dub. l. in X.Eph.2.9.    II μ. τὴν ἡλικίαν cast his age in his teeth, Ar.Nu.999.

German (Pape)

[Seite 195] des erlittenen Bösen eingedenk sein, Her. 8, 29; bes. bei Beilegung politischer Streitigkeiten und Rückführung von Verbannten üblich, μηδέν, Thuc. 4, 74. 8, 73; σίγα μὴ μνησικακήσῃς, Ar. Plut. 590, vgl. Nubb. 986; μὴ μνησικακήσῃς, εἰ Φυλὴν κατέλαβες, Plut. 1146, auf die bekannte, von Thrasybul nach der Verjagung der dreißig Männer veranlaßte Amnestie gehend, daß die siegende Partei des ihr in der vorigen Zeit angethanen Leides nicht gedenken wolle; τινός, Antiph. 2 α 6; τινί, φράσω γὰρ οὔτι μνησικακεῖν βουλόμενος ὑμῖν, Plat. Lgg. IV, 706 a; Andoc. 1, 90; Lys. 18, 19; ἔδοξε μὴ μνησικακεῖν ἀλλήλοις τῶν γεγενημένων, Andoc. 1, 81, wie Xen. μὴ μνησικακήσειν τὸν βασιλέα αὐτοῖς τῆς σὺν Κύρῳ ἐπιστρατείας, An. 2, 4, 1; Dem. 18, 96; πρός τινα, ih. 101, περί τινος, Isocr. 14, 14; absol., Xen. Hell. 2, 4, 30, Dem. 59, 46 u. öfter, wie auch Sp., z. B. Luc. Nigr. 10.

Greek (Liddell-Scott)

μνησῐκᾰκέω: ἐνθυμοῦμαι ἀδικήματα ἢ κακὰ ἃ ἔπαθον παρά τινος, Ἡρόδ. 8. 29, Ἀριστοφ. Λυσ. 590, Δημ. 258. 12· ἰδίως ἐπὶ πολιτικῶν φατριῶν, Λυσ. 151. 5, κτλ.· οὐ μνησικακῶ, δὲν μνησικακῶ, κηρύττω ἀμνησίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 1146, Θουκ. 4. 74, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 43, καὶ Ρήτορ., πρβλ. ἰδίως Δημ. 685. 7· - Συντάσσεται, μετὰ γεν. πράγμ., Ἀντιφῶν 115. 26· μετὰ δοτ. προσ., Θουκ. 8. 73, Ἀνδοκ. 12. 40, Λυσ. 184. 2· μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., μ. τινί τινος, τρέφω πάθος μνησικακίας ἐναντίον τινος, διά τι πρᾶγμα, παρ’ Ἀνδοκ. 115, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· καί, μν. περί τινος Ἰσοκρ. 299Β. κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ, μνείαν ποιοῦμαι τῶν δεινῶν τοῦ γήρατος περιγελῶ τινα διὰ τὸ γῆράς του, μηδ’ Ἰαπετὸν καλέσαντα μνησικακῆσαι τὴν ἡλικίαν Ἀριστοφ. Νεφ. 999.

French (Bailly abrégé)

f. μνησικακήσω, ao. ἐμνησικάκησα, pf. inus.
1 conserver du ressentiment, garder rancune : τινί, πρός τινα à qqn, en vouloir à qqn ; τινός, περί τινος pour qch ; τινί τινος ou τινί τι en vouloir à qqn pour qch;
2 exercer des représailles en parl. des querelles politiques.
Étymologie: μνησίκακος.

Greek Monotonic

μνησῐκᾰκέω: μέλ. -ήσω,
I. θυμάμαι τις αδικίες ή το κακό που μου έκανε κάποιος, θυμάμαι περασμένες τραυματικές εμπειρίες, σε Ηρόδ., Δημ.· οὐ μνησικακῶ, δεν κρατώ κακία, προσφέρω αμνηστία, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., μνησικακῶ τινί τινος, τρέφω μνησικακία, έχθρα εναντίον κάποιον για κάτι, σε Ξεν.
II. με αιτ. πράγμ., τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ, υπενθυμίζω σε κάποιον τις συμφορές των γηρατειών του, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μνησῐκᾰκέω: быть злопамятным, не прощать зла, быть мстительным, питать злобу (τινι Thuc. и πρός τινα Dem.; μ. περί τινος Isocr.): μὴ μ. τινι μηδενὸς τῶν παροιχομένων Xen. не мстить ни за одно из прошлых дел; μ. τὴν ἡλικίαν Arph. попрекать старостью.

Middle Liddell


I. to remember wrongs done one, remember past injuries, Hdt., Dem.; οὐ μν. to bear no malice, pass an act of amnesty, Ar., Thuc., etc.: c. dat. pers. et gen. rei, μ. τινί τινος to bear one a grudge for a thing, Xen.
II. c. acc. rei, τὴν ἡλικίαν μν. to remind one of the ills of age, Ar.