στελεά

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στελεά Medium diacritics: στελεά Low diacritics: στελεά Capitals: ΣΤΕΛΕΑ
Transliteration A: steleá Transliteration B: stelea Transliteration C: stelea Beta Code: stelea/

English (LSJ)

ἡ,

   A haft, shaft, [στυρακίου] Aen.Tact.18.10 (unless = socket); Ep. στελεή, τυπίδος A.R.4.957: also στειλειή, haft of an axe, Od.21.422, v.l.in Nic.Th.387.    II metaph., στειλέαν,= τὴν μακρὰν ῥάφανον, Antiph. (Fr.121?) ap. Hsch. (cf. στελεός). (The statement of Hsch., EM726.52, Eust.1531.37, that στειλειή = hole in the axe-head, may be due to a misunderstanding of Od. l.c.) (With στελεά, στελεόν, στελεός, cf. OE. stela 'stem, stalk', Engl. (dial.) steal 'handle of a hammer, axe, rake, etc., shaft of an arrow or javelin'.)

German (Pape)

[Seite 933] ἡ, ion. σ τελεή, = στειλειή, Ap. Rh. 4, 957.

Greek (Liddell-Scott)

στελεά: Ἰων. -εή, ἴδε ἐν λ. στειλειή.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
manche d’un outil.
Étymologie: DELG se rattache à στέλλω.

Greek Monolingual

και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α
ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ-εά / στειλ-ειή (πρβλ. δωρ-εά, νευρ-ειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun-k «κορμός, κλαδί» και αγγλοσαξ. stela «στέλεχος» (βλ. και λ. στέλεχος). Η αναγωγή τών τ. στη ρίζα stel- του στέλλω, αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. στελεά / στειλειή μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους στελ-εός (πρβλ. κολ-εός), στειλεός, στειλ-ειός, στελ-ειός και το νεοελλ. στελιός, με συνίζηση, καθώς και οι τ. ουδ. γένους στελ-εόν / στειλ-ειόν (πρβλ. κολ-εόν). Αρχικοί, τέλος, θεωρούνται οι τ. με θ. στελ-, ενώ ο μακρός φωνηεντισμός στει οφείλεται προφανώς σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στελεά -ᾶς, ἡ, ep. στειλειή en στελεή, steel (van een bijl):. οὐκ ἤμβροτε... πρώτης στειλειῆς hij miste niet het boveneind van de steel (met zijn pijlschot) Od. 21.422.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: shaft of an axe, hack, hammer etc. (-ειή φ 422 and -εά Aen. Tact. cavity for the shaft after Bérard REGr. 68, 8f. and Pocock AmJPh 82, 346ff. with Eust., H. and EM).
Other forms: -εή (A. R.), στειλειή (φ 422; v.l. Nic. Th. 387); -εόν (Aen. Tact., Babr.), στειλειόν (ε 236) n.; -εός and -ειός (Att. inscr.) m.; -εός or -εόν (hell. a. late); στειλεός (Hp. with vv. ll.), στειλειός (Aesop.), gen. -ειοῦ (Nic. Th. 387 as v. l.)
Derivatives: στειλει-άριον (Eust.) and the denom. ptc. ἐστελεωμένος provided with a shaft (AP). -- Beside it στέλεχος n. (m.) the end of the stem at the root of a tree, stump, log, stem, branch (Pi., IA.; on the eaning Strömberg Theophrastea 95ff.). Some compp., e.g. πολυ-στελέχ-ης (Thphr.), -ος (AP) with many stems (cf. Strömberg 103 f.). From this στελέχ-ια πρέμ<ν>ια H., -ώδης stem-like (Thphr., Dsc.), -ιαῖος serving as a stem (Gal.), -ηδόν according to the kind of stem (A. R. 1, 1004 as v. l. for στοιχηδόν).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: On the formation: στελ-εά like δωρ-εά, γεν-εά, -εός, -εόν as κολ-εός, -εόν, θυρ-εός; στειλ-ειή as ἀρ-ειή, νευρ-ειή (στειλ- metr. lengthening(?); cf. Schwyzer 469 n. 3 w. lit., Risch 120f., Chantraine Form. 51 a. 91. With στέλε-χος cf. τέμα-χος, σέλα-χος a.o. (Schwyzer 496, Chantraine 403). Both στελεά, -εός, -εόν and στέλεχος are based on an unknown, prob. nominal basis, perh. *στέλος n. (Schulze Q. 175), which fits unproblem. to Arm. steɫn, pl. steɫun-k` stem, shaft, stalk, twig and to Germ. words like OE stela m. stalk of a plant, Norw. stjøl stalk; further s. στέλλω (with στόλος). Cf. also στήλη. -- The variation shows that the word is Pre-Greek, with a > ε(ι) before palatal ly. Was the word *stalyaya?

Frisk Etymology German

στελεά: (Aen. Tact.),
{steleá}
Forms: -εή (A. R.), στειλειή (φ 422; v.l. Nik. Th. 387); -εόν (Aen. Tact., Babr.), στειλειόν (ε 236) n.; -εός und -ειός (att. Inschr.) m.; -εός od. -εόν (hell. u. sp.); στειλεός (Hp. mit vv. ll.), στειλειός (Aesop.), Gen. -ειοῦ (Nik. Th. 387 als v. l.)
Grammar: f.
Meaning: Stiel einer Axt, einer Hacke, eines Hammers (-ειή φ 422 und -εά Aen. Tact. Höhlung für den Stiel nach Bérard REGr. 68, 8f. und Pocock AmJPh 82, 346ff. mit Eust., H. und EM).
Derivative: Davon στειλειάριον (Eust.) und das denom. Ptz. ἐστελεωμένος mit Stiel versehen (AP). — Daneben στέλεχος n. (m.) das Stammende an der Wurzel eines Baumes, Strunk, Klotz, Stamm, Ast (Pi., ion. att.; zur Bed. Strömberg Theophrastea 95ff.). Einige Kompp., z.B. πολυστελέχης (Thphr.), -ος (AP) vielstämmig (vgl. Ström- berg 103 f.). Davon στελέχια· πρέμ<ν>ια H., -ώδης ‘stamm- ähnlich’ (Thphr., Dsk.), -ιαῖος als Stamm dienend (Gal.), -ηδόν nach Stammesart (A. R. 1, 1004 als v. l. für στοιχηδόν).
Etymology : Zur Bildung: στελεά wie δωρεά, γενεά, -εός, -εόν wie κολεός, -εόν, θυρεός; στειλειή wie ἀρειή, νευρειή (στειλ- metr. Dehnung); vgl. Schwyzer 469 A. 3m. Lit., Risch 120f., Chantraine Form. 51 u. 91. Zu στέλεχος vgl. τέμαχος, σέλαχος u.a. (Schwyzer 496, Chantraine 403). Sowohl στελεά, -εός, -εόν wie στέλεχος gehen von einem unbekannten, wahrscheinlich nominalen Grundwort aus, etwa *στέλος n. (Schulze Q. 175), das sich ungezwungen an arm. steɫn, pl. steɫun-k‘ Stamm, Schaft, Stengel, Zweig und an germ. Wörter wie ags. stela m. Pflanzenstiel, norw. stjøl Stengel, Stiel anschließt; des weiteren s. στέλλω (mit στόλος). Vgl. noch στήλη.
Page 2,785-786