ἐπιδέω

From LSJ
Revision as of 14:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδέω Medium diacritics: ἐπιδέω Low diacritics: επιδέω Capitals: ΕΠΙΔΕΩ
Transliteration A: epidéō Transliteration B: epideō Transliteration C: epideo Beta Code: e)pide/w

English (LSJ)

(A), fut. -δήσω,

   A bind, fasten on, τὸν λόφον Ar.Ra.1038:— Med., ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι have crests fastened on... Hdt. 1.171: for Od.21.391, v. πεδάω.    II. bind up, bandage, Hp.VC13, Fract.21, Art.14:—Pass., ἐπιδεδεμένος τραύματα with one's wounds bound up, X.Cyr.5.2.32, al.; ἐπιδεδεμένοι ἀντικνήμιον, χεῖρα, ib.2.3.19.
ἐπιδέω (B), fut. -δεήσω,

   A want or lack of a number, τετρακοσίας μυριάδας . . ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιάδων Hdt.7.28: generally, to be in need of, Ocell.1.8; τῆς τέχνης ἂν μόνον ἐπιδέοι would need nothing ffurther but his skill, Pl.Lg.709d: impers., ἐὰν δὲ καὶ ἄλλης ἐπιδέῃ βοηθείας D.H.6.63.    II. Med., to be in want of, τινός Hdt.1.32, Pl.Smp. 204a, X.Smp.8.16, etc.; ἀρχὴν τριάκοντα ἐπιδεομένην ἡμερῶν lacking thirty days of its expiry, Pl.Lg.766c.    2. request, PMag.Lond. 121.546.

German (Pape)

[Seite 936] (s. δέω), dazu bedürfen, nöthig haben; τῆς τέχνης ἂν μόνον ἐπιδέοι Plat. Legg. IV, 709 d; ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα Plut. sol. an. 22; impers., ἐὰν δὲ καὶ ἄλλης ἐπιδέῃ βοηθείας D. Hal. 6, 63; – τετρακοσίας μυριάδας ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιάδων, woran noch 7000 fehlen, weniger 7000 Mann, Her. 7, 28; Plut. – S. oben ἐπιδέομαι u. ἐπιδεύομαι. (s. δέω), darauf, daran binden; τὸ κράνος πρῶτον περιδησάμενος τὸν λόφον ἤμελλ' ἐπιδήσειν Ar. Ran. 1038, wie Her. das med. braucht, καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες, sich Helmbüsche auf die Helme binden, 1, 171. Auch vom Verbinden der Wunden, ἐπιδῆσαι, Plut. Cat. min. 70; ἐπιδεδεμένοι τὰ τραύματα, die, denen die Wunden verbunden worden sind, Xen. Cyr. 5, 2, 32; vgl. ἐπιδεδεμένους τὸν μέν τινα ἀντικνήμιον, τὸν δὲ χεῖρα 2, 3, 19.

French (Bailly abrégé)

1f. ἐπιδήσω;
1 attacher sur;
2 bander ; Pass. ἐπιδεδεμένος τὰ τραύματα XÉN dont les blessures sont bandées;
Moy. ἐπιδέομαι attacher sur : ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους HDT attacher des aigrettes sur des casques.
Étymologie: ἐπί, δέω¹.
2f. ἐπιδεήσω;
avoir besoin de, manquer de, gén. : τετρακόσιαι μυριάδες ἐπιδέουσαι ἑπτὰ χιλιάδων HDT quatre millions moins (litt. manquant de) sept mille;
Moy. ἐπιδέομαι (impf. ἐπεδεόμην, f. ἐπιδεήσομαι);
1 manquer encore de, gén.;
2 avoir en outre besoin de, gén..
Étymologie: ἐπί, δέω².

Spanish

atar, encadenar

Greek Monolingual

(I)
ἐπιδέω (Α)
1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» — λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.)
2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»].
(II)
ἐπιδέω (AM)
είμαι ελλιπής, υπολείπομαι, χρειάζομαι για να συμπληρωθώ («ἑπτακοσίας μυριάδας... ἐπιδεούσας ἑπτά χιλιάδων» — επτακόσιες μυριάδες παρά επτά χιλιάδες, Ηρόδ.)
μέσ. ἐπιδέομαι
μσν.
παρακαλώ
αρχ.
έχω έλλειψη, στερούμαι
απρόσ. ἐπιδεῖ
αρχ.
υπάρχει επίσης ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «στερούμαι, έχω ανάγκη»].

Greek Monotonic

ἐπιδέω: (Α), μέλ. -δήσω,
I. δένω ή προσδένω, τὸν λόφον, σε Αριστοφ.· και στη Μέσ., λόφους ἐπιδέεσθαι, έχουν λοφία στερεωμένα, προσηρτημένα πάνω, σε Ηρόδ.
II. δένω, επιδένω — Παθ., ἐπιδεδεμένος τὰ τραύματα, με τα τραύματά του δεμένα, σε Ξεν.· ἐπιδεδεμένοι τὴν χεῖρα, στον ίδ.
ἐπιδέω: (Β), μέλ. -δεήσω, χρειάζομαι ή έχω έλλειψη ενός αριθμού, τετρακοσίας μυριάδας, ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιαδέων, τέσσερα εκατομμύρια παρά εφτά χιλιάδες, σε Ηρόδ.
II. Μέσ., όπως το Επικ. ἐπιδεύομαι, έχω έλλειψη, χρειάζομαι, τινος, στον ίδ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδέω:
I (fut. ἐπιδήσω)
1) привязывать, прикреплять (λόφον Arph. и med. ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους Her.; ἐπιδούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut.);
2) перевязывать (ἐπιδεδεμένος τὰ τραύματα Xen.).
II (fut. ἐπιδεήσω)
1) тж. med. не иметь, быть лишенным (τινος Plut.): τετρακόσιαι μυριάδες ἐπιδέουσαι ἑπτὰ χιλιάδων Her. четыре миллиона без семи тысяч; ἐπιδεόμενος τριάκοντα ἡμερῶν Plat. которому не хватает еще тридцати дней; ἐπιδεῖ τινος impers. Plat. не хватает чего-л.;
2) med. нуждаться (τινος Her., Xen.): οὗ ἂν μὴ οἴηται ἐπιδεῖσθαι Plat. в чем он, по его мнению, не нуждается.

Middle Liddell

1 fut. -δήσω,
I. to bind or fasten on, τὸν λόφον Ar.; and in Mid., λόφους ἐπιδέεσθαι to have crests fastened on, Hdt.
II. to bind up, bandage: — Pass., ἐπιδεδεμένος τὰ τραύματα with one's wounds bound up, Xen.; ἐπιδεδεμένοι τὴν χεῖρα Xen.
2 fut. -δεήσω,
I. to want or lack of a number, τετρακοσίας μυριάδας, ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιαδέων 4, 000, 000 lacking 7000, Hdt.
II. Mid., like epic ἐπιδεύομαι, to be in want of, τινος Hdt., Xen.