σκάνδιξ

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάνδιξ Medium diacritics: σκάνδιξ Low diacritics: σκάνδιξ Capitals: ΣΚΑΝΔΙΞ
Transliteration A: skándix Transliteration B: skandix Transliteration C: skandiks Beta Code: ska/ndic

English (LSJ)

ῑκος, ἡ (Sch.Ar., v. infr.),

   A wild chervil, Scandis Pecten-Veneris, Ar.Ach.478, And.Fr.4, Thphr.HP7.7.1, 7.8.1, Dsc.2.138.

German (Pape)

[Seite 889] ικος, ὁ, Kerbel, lat. scandix; Ar. Ach. 454; Theophr.; Luc. Lex. 2 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), εἶδος λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), ὅπερ ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. σκανδικοπώλης, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
cerfeuil, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, -ικος και σκάνδυξ, -υκος, ἡ, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή της τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι αυτοφυή στην Ελλάδα κν. γνωστά σήμερα ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ιξ, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών, πρβλ. ῥάδ-ιξ, σπάδ-ιξ].

Greek Monotonic

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, το φυτό πετροσέλινο, είδος λάχανου (Λατ. Chaerophyllum), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκάνδιξ: ικος ὁ бот. бутень съедобный (Chaerophyllum) или кервель Arph., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάνδιξ -ῑκος, ἡ wilde kervel (kruid).

Frisk Etymological English

-ικος
Grammatical information: f.
Meaning: wild chervil, Scandix pecten Veneris (Ar., And., Thphr., Dsc.).
Other forms: Also σκάνδυξ (v.l. Dsc. 2, 138).
Derivatives: -ικὼδης σ.-like (Thphr.), -ικο-πώλης chervil-seller, nickname of Euripides (Ar.[?] in H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Formation like ῥάδιξ, πέρδιξ and other words belonging to the plant- and animal world (Chantraine Form. 382); further unclear. Hypothetic attempt at explanation by Grošelj Živa Ant. 7, 227f. -- Clearly a Pre-Greek word; Furnée 367. Cf. on κασκάνδιξ.

Middle Liddell

σκάνδιξ, ῑκος,
chervil (i. e. chaerophyllum), Ar.

Frisk Etymology German

σκάνδιξ: -ικος
{skándiks}
Grammar: f.
Meaning: Nadelkerbel, Scandix pecten Veneris (Ar., And., Thphr., Dsk.);
Derivative: -ικώδης ’σ.-ähnlich’ (Thphr.), -ικοπώλης Kerbelhändler, Spitzname des Euripides (Ar.[?] bei H.).
Etymology : Bildung wie ῥάδιξ, πέρδιξ und andere zur Pflanzen- und Tierwelt gehörige Wörter (Chantraine Form. 382); sonst dunkel. Hypothetischer Deutungsversuch von Grošelj Živa Ant. 7, 227f.
Page 2,718