αὖλαξ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ (also ὁ, AP9.274 (Phil.), Aret.SD2.13), also ἄλοξ, οκος (q. v.); ὦλξ, found only in acc. ὦλκα, ὦλκας; Dor. ὦλαξ EM 625.38:—
A furrow made in ploughing, [βόε] ἱεμένω κατὰ ὦλκα hastening along the furrow, Il.13.707; κατὰ ὦλκας A.R.3.1054; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od.18.375; [βόε] ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Hes.Op. 439; ἰθεῖάν κ' αὔλακ' ἐλαύνοι ib.443; ὀρθὰς αὔλακας… ἤλαυνε Pi.P.4.227; ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὖλακας Hdt.2.14; αἰθέρος αὔλακα τέμνων Ar.Av.1400 (lyr.); ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν A.Ag.1015; βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος Id.Th.593; ἐν ἄλοκι Ar.Av.234 (lyr.). b furrow's breadth, Thphr.HP8.8.7, CP4.12.1. 2 metaph., wife, σπείρειν τέκνων ἄλοκα E.Ph.18; αἱ πατρῷαι ἄλοκες thy father's wife, S.OT1211. 3 metaph., furrow in the skin, gash, wound, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); δορὸς ἄλοκα E.HF164; of the line drawn by the stile in writing, ποίαν αὔλακα; Ar.Th.782 (anap.), cf. AP 6.68 (Jul. Aegypt.). 4 swathe, Theoc.10.6. 5 αὖ. ὑδροφόρος aque-duct, IG14.453 (Catana). b αὔλακας· κοίλους τόπους, Hsch.— Chiefly poet., never in good Att. Prose; Hom. only in acc. ὦλκα; αὖλαξ only is used by Pi. and Hdt., ἄλοξ only by Trag.; both αὖλαξ and ἄλοξ by Ar. (Cf. Lac. εὐλάκα 'plough', Lith. velkù, Slav. vlèką 'pull'.)
German (Pape)
[Seite 392] ακος, ἡ, s. ἄλοξ (vgl. ὦλαξ, ὦλξ).
Greek (Liddell-Scott)
αὖλαξ: -ᾰκος, ἡ, (ὡσαύτως ὁ , Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Ἀνθ. Π. 9. 274)· προσέτι ἄλοξ, οκος, τὸ δὲ ὦλξ εὕρηται μόνον κατ’ αἰτ. ὦλκα, ὦλκας· Δωρ. ὦλαξ Ἐτυμ. Μ. 625. 38)·- τὸ κατὰ τὴν ἄροσιν σχηματιζόμενον «αὐλάκι». Λατ. sulcus, [βόε] ἱεμένω κατὰ ὦλκα, σπεύδοντας κατὰ μῆκος τῆς αὔλακος, Ἰλ. Ν. 707· (οὕτω, κατὰ ὦλκας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ.1054)· τῷ κέ μ’ ἴδοις, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Ὀδ. Σ. 375· [βόε] ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 437· ἰθεῖαν... αὔλακ’ ἐλαύνειν αὐτόθι 441· ὀρθάς... αὔλακας ἤλαυνε Πινδ. Π. 4. 405· ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας Ἡρόδ. 2, 14· αἰθέρας αὔλακα τέμνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1400· ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾱν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1016. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος (ἴδε καρπόω) ὁ αὐτ. Θήβ. 593· ἐν ἄλοκι Ἀριστ. Ὄρν.234. 2) μεταφ. ἐπὶ γυναικὸς ὡς φερούσης τέκνα, σπείρειν τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18· πατρῷαι ἄλοκες, τοῦ πατρός σου ἡ σύζυγος, Σοφ. Ο. Τ. 1210. 3) μεταφ. ὡσαύτως αὖλαξ ἐπὶ τοῦ δέρματος, τραῦμα, κόψιμον, «τζαγρούνισμα», ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· δορὸς ἄλοκα Εὐρ.Ἡρ. Μαιν. 164· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἐφ’ ἧς γράφει τις, ποίαν αὔλακα; Ἀριστοφ. Θεσμ. 782, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 68. 4) ὄγμος, ἡ εὐθεῖα γραμμὴ ἥν ἀποτελεῖ ὁ θερίζων, ποῖός τις δειλαῖε τύ γ’ ἐκ μέσω ἄματος ἐσσῇ, ὅς νῦν ἀρχόμενος (ἀρχομένῳ Ahrens) τᾱς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις; «ποταπός ἔσῃ προïούσης τῆς ἡμέρας ὅτε νῦν ῥαθυμεῖς τῆς ἐργασίας ἀρχόμενος… καὶ οὐκ ἀποτέμνεις τῆς αὔλακος οὐδέν;» (Σχόλ.) Θεόκρ. 10. 6. 5) αὖλαξ ὑδροφόρος, ὑδραγωγεῖον, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 594. 4. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἡ λέξις εἶναι ποιητική, οὐδαμοῦ ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὅτι ὁ μόνος παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶν τύπος εἶναι ἡ αἰτ. ὦλκα· ὅτι τὸ αὖλαξ εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. καὶ Ἡροδ., τὸ δὲ ἄλοξ μὸνον παρὰ τραγ. ἀμφότερα δέ, τό τε αὖλαξ καὶ ἄλοξ, παρ’ Ἀριστοφ. (Ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ ὁλκός, Λατ. sulcus, καταφαίνεται ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή, δηλ. F ΕΛΚ (πρβλ. ἔλκω), διότι παρ’ Ὁμ. τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ Fῶλκα, καὶ τὸ αὖλαξ εἶναι ἄFλαξ).
French (Bailly abrégé)
ακος (ἡ, qqf ὁ)
sillon.
Étymologie: p. *ἄϜλαξ, de ἀ prosth, et R. Ϝελκ tirer, v. ἕλκω.
English (Slater)
αὖλαξ
1 furrow ὀρθὰς δ' αὔλᾰκας ἐντανύσαις ἤλαυν sc. Jason (P. 4.227)
Spanish (DGE)
-ακος, ἡ
• Alolema(s): ἄλοξ A.Th.593, S.OT 1211, E.Ph.18, Emp.B 100.3, Ar.Th.593; dór. ὦλαξ EM 625.38G.
• Morfología: [tb. masc. ὁ; ac. sg. ὦλκα Il.13.707, Od.18.375, plu. ὦλκας A.R.3.1054]
I 1surco (βόε) ἱεμένω κατὰ ὦλκα Il.l.c., εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od.l.c., ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Hes.Op.439, ἰθεῖα αὖ. Hes.Op.443, ὀρθὰς δ' αὔλακας ... ἤλαυνε Pi.P.4.227, ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας Hdt.2.14, (ὄρνιθες) ἐν ἄλοκι Ar.Au.234, κατὰ ὤλκας A.R.l.c., πεδία ἐν αὔλακι llanuras bien roturadas Longus 4.13.4, αὖ. εὔκαρπος Nonn.D.42.287, αὔλακι καρπὸν ὀπάσσας Nonn.D.39.147, cf. Sch.Ar.V.850, Thphr.HP 8.8.7, Call.Fr.22, Theoc.10.6, Lyc.268, 1071, A.R.3.1347, Plu.Rom.11, 2.701d, LXX Ps.64.11, OStras.713.3, 749.8 (II d.C.), D.P.1042, AP 9.274 (Phil.), Hld.1.29.2, Pamprepius 3.141, Hsch., Eust.1236.50, EM l.c.
•fig. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος A.Th.593, αἰθέρος αὔλακα τέμνων Ar.Au.1400, ἄλοκα Νηρεΐας πλακὸς τέμνοντες Lyr.Adesp.21.16, ἀδικίας αὖ. LXX Si.7.3, φωνῆς αὖ. Nonn.Par.Eu.Io.4.38, cf. Tim.15.32.
2 rasguño, herida ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25, δορός E.HF 164, τραύματος E.Rh.796
•raya producida por el estilo al escribir, Ar.Th.782, AP 6.68, Basil.M.32.1077B, Hsch.
II fig.
1 por extensión cosecha ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν A.A.1016, μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα E.Ph.18.
2 campo o seno materno αἱ πατρῷαι ἄλοκες el campo materno cultivado por tu padre S.OT 1211, σπέρμα ... τῶν τῆς μήτρας ἀποστερούμενον αὐλάκων Clem.Al.Paed.2.10.92, cf. Meth.Symp.2.1.
III anat. poro o boca de un conducto o vena πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα los últimos extremos de la piel están atravesados por abundantes poros o bocas de parte a parte Emp.l.c., τῶν ἀκοῶν Thdt.Affect.1.8.
IV acequia ὑδροφόρος IG 14.453.4 (Catina)
•surco hecho por el agua, torrentera τοῦτο (τὸ ὕδωρ) ... πολλὰς ἐποίησεν αὔλακας Thdt.M.80.1461B, cf. Hsch.
• Etimología: De una raíz *H°Hu̯3l- en grado cero y c. doble vocalización. C. vocal de apoyo entre ambas laringales resulta ἄλωξ. La var. ὦλαξ procede del grado pleno *HeHu̯3-. La forma εὔλακα puede proceder de Ϝέλακα, como εὖρος de Ϝέρος. Todo ello puede estar a su vez rel. la raíz de ἕλκω, ὄλκος, q.uu.
Greek Monotonic
αὖλαξ: -ᾰκος, ἡ, επίσης ἄλοξ, -οκος, με Επικ. αιτ. ὦλκα, ὦλκας·
1. αυλάκι που σχηματίζεται κατά το όργωμα, Λατ. sulcus, σε Όμηρ. κ.λπ.· αὔλακ' ἐλαύνειν, σε Ησίοδ.
2. μεταφ. λέγεται για τη γυναίκα ως φορέα παιδιών, σε Σοφ., Ευρ.
3. μεταφ. επίσης, το αυλάκι πάνω στο δέρμα, χαρακιά, τραύμα, πληγή, ουλή, σε Αισχύλ., Ευρ.
4. = ὄγμος, ζώνη, ταινία, σε Θεόκρ. (Πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το ὁλκός, Λατ. sulcus, από ἕλκω).
Russian (Dvoretsky)
αὖλαξ: ᾰκος ἡ (Anth. ὁ)
1) борозда Hes., Pind., Her., Arph., Theocr., Plut.;
2) черточка Arph., Anth.
Frisk Etymological English
See also: ἄλοξ
Middle Liddell
1. a furrow made in ploughing, Lat. sulcus, Hom., etc.; αὔλακ' ἐλαύνειν to draw a furrow, Hes.
2. metaph. of a wife as the bearer of children, Soph., Eur.
3. metaph. also, a furrow in the skin, a gash, wound, Aesch., Eur.
4. = ὄγμος, a swathe, Theocr. (Prob. from same Root as ὁλκός, Lat. sulcus, from ἕλκω.)
Frisk Etymology German
αὖλαξ: {aũlaks}
See also: s. ἄλοξ.
Page 1,186