παρεμβαίνω

From LSJ
Revision as of 12:35, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ". [[to be " to ". to [[be ")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμβαίνω Medium diacritics: παρεμβαίνω Low diacritics: παρεμβαίνω Capitals: ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: parembaínō Transliteration B: parembainō Transliteration C: paremvaino Beta Code: parembai/nw

English (LSJ)

   A fit in, εἰς ἐπιτομήν Ph.Bel.66.39 ; go in beside another, Plu.2.593f ; τεθρίππῳ π. to be mounted beside another on... D.H.2.34 ; ἐφ' ἁρματίου Id.5.47, etc.

German (Pape)

[Seite 514] (s. βαίνω), daneben einherschreiten, aufsteigen (ans Land), Plut. gen. Socr. 23; τεθρίππῳ παρεμβεβηκώς, D. Hal. 2, 34, wie ἅρματι 8, 67; παρ. ἐφ' ἁρματίου δίφρου, 5, 47, vom Triumphator; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμβαίνω: ἐμβαίνω ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν ὅπως βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, ἀναβαίνω πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ.

French (Bailly abrégé)

s’avancer dans, à côté de.
Étymologie: παρά, ἐμβαίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ εμβαίνω
νεοελλ.
1. μπαίνω πλαγίως, εισέρχομαι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι
2. (σχετικά με πρόσ.) μπαίνω στην μέση, επεμβαίνω, μεσολαβώ μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, λύση διαφοράς ή άσκηση επιρροής
3. ανακατεύομαι σε μια υπόθεση, ενέργεια ή ασχολία που δεν μέ αφορά άμεσα, επειδή το θέλω ή επειδή είναι ανάγκη («το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)
4. (οικον.) αποδέχομαι ή πληρώνω συναλλαγματική αντί του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν
5. (νομ.) α) προσέρχομαι, επεμβαίνω δικαστικώς για συμμετοχή μου σε δίκη υφιστάμενη μεταξύ άλλων προσώπων, με την αιτιολογία πως έχω νόμιμο συμφέρον το οποίο πρέπει να τεθεί στην κρίση του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν κατά την εκδίκαση
β) μετέχω κατά πρόσκληση σε δικαιοπραξία συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους
αρχ.
1. βαίνω, βαδίζω κοντά σε κάποιον
2. ανεβαίνω δίπλα σε κάποιον πάνω σε άρμα.

Russian (Dvoretsky)

παρεμβαίνω: входить, погружаться Plut.