ἀμετάστατος
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
English (LSJ)
ον,
A unchangeable, unchanging, ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R.361c; of ideas, ib.378e; τὸ ἀυετάστατον uniformity, Plu.2.135b. Adv. -τως Procl.in Ti.3.22D., etc.
German (Pape)
[Seite 122] nicht umgestellt, Plat. Rep. II, 361e nicht wegzubringen, 378 e mit δυσέκνιπτος vrbdn; Plut. neben ἀμετάθετος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάστατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεταστήσῃ, νὰ μετακινήσῃ εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβλητος, ὡς τὸ ἀμετάθετος, Πλάτ. Πολ. 361C: τὸ ἀμετάστατον = τὸ ὁμοιόμορφον, Πλούτ. 2. 135Β. - Ἐπίρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 858, κτλ. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβάλῃ ἐκ τοῦ μέσου, νὰ ἐξαφανίσῃ, Πλάτ. Πολ. 378Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut déplacer, stable ; τὸ ἀμετάστατον la stabilité, l’uniformité.
Étymologie: ἀ, μεθίστημι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fil. estable, que no cambia, inmutable ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R.361c, de las ideas ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι Pl.R.378e, εἱμαρμένη ἀ. καὶ ἀμετάθετος Plu.2.675b, διαφορά Ptol.Iudic.11.17, ἀρετή Asp.in EN 38.33, μόνιμον βέβαιον, στάσιμον, ἀ. Poll.5.169, cf. 6.116, ἡ δ' (sc. μετουσία) ἀμετάστατος ἐνίδρυται ταῖς ψυχαῖς la otra (la participación) está establecida en las almas de manera inmutable Iambl.Myst.1.5, τάξις Procl.in Euc.90.23, ἡ μόνιμος ... καὶ ἀ. καὶ ἀκλινὴς ἰδέα τῆς γῆς Procl.in Ti.2.45.
2 que no puede ser eliminado gram. inamovible (ἄρθρον) κλιθὲν ἀμετάστατόν ἐστι τῆς συντάξεως si se declina (el grupo de artículo + inf.) no es eliminable en la construcción A.D.Synt.34.8.
3 subst. τὸ ἀ. uniformidad τὸ ἀ. τοῦτο ... ἐν τροφαῖς καὶ ἀποχαῖς Plu.2.135b.
II adv. -ως inmutable, estable, firmemente Procl.in Ti.3.21.10, 22.15.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάστατος, -ον) μεθίστημι
αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί, αμετάθετος, αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον εξαλείψει, να τον εξαφανίσει
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀμετάστατον
συμμόρφωση προς κάποιο πρότυπο, κανονικότητα, σταθερότητα, ομοιομορφία.
Greek Monotonic
ἀμετάστᾰτος: -ον (μεθίστημι),
1. αυτός που δεν μετακινείται, ακίνητος, στάσιμος, αμετάβλητος, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν γίνεται να εξαφανισθεί ή να εξαλειφθεί, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάστᾰτος: незыблемый, неизменный, постоянный (μέχρι θανάτου Plat.; εἱμαρμένη Plut.).
Middle Liddell
μεθίστημι
1. not to be transposed, unchangeable, unchanging, Plat.
2. not to be got rid of or put away, Plat.