έλεος

From LSJ
Revision as of 20:50, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το
Α ἔλεος, ο)
Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος)
η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής της τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα
II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το
Α ἔλεος, ο)
1. συμπόνια, οίκτος
2. ελεημοσύνη
3. η αγάπη και η συγκατάβαση του Θεού προς τους ανθρώπους
4. φρ. «ἐλέῳ θεοῡ» — φράση με την οποία δηλώνεται ότι η αρχιερατική εξουσία τών επισκόπων (και παλαιότερα τών μοναρχών) προέρχεται από τη χάρη του Θεού
νεοελλ.
Ι. (ως επιφώνημα) έλεος
λυπηθείτε με, συγχωρήστε με
II. φρ.
1. «στο έλεος του Θεού» — τελείως αβοήθητος
2. «στο έλεος κάποιου» — στην απόλυτη ή αυθαίρετη διάθεση κάποιου
3. «δεν έχει έλεος»
α) είναι αμείλικτος, πολύ σκληρός
β) δεν έχει απολύτως τίποτε, ούτε το ελάχιστο ποσό που θά 'δινε για ελεημοσύνη
4. «τα ελέη του Θεού» — αφθονία αγαθών
5. «πήγαινε στο έλεος του Θεού» (ευχή)
ο Θεός να σε βοηθήσει στις δυσκολίες σου
6. «αδελφή του ελέους» — νοσοκόμα
αρχ.
πράγμα άξιο ελέους, οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να ανάγεται σε ΙΕ ρίζα el-, η οποία εμφανίζεται σε πολλές ονοματοποιημένες λέξεις (πρβλ. ολοφυρμός, ολολυγή, από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας). Είναι επίσης πιθανό να έχει προέλθει από κάποιο επιφώνημα (πρβλ. ελελεύ). Η μεταβολή του γένους της λέξεως στη νέα Ελληνική ερμηνεύεται αναλογικά προς τη λ. πάθος (το). Τόσο η λ. έλεος όσο και η λ. οίκτος καθιερώθηκαν στην προφορική ομιλία κυρίως μέσω της εκκλησιαστικής χρήσεως.
ΠΑΡ. ελεεινός, ελεώ
αρχ.
ελεαίρω, ελεόν.
ΣΥΝΘ. πολυέλεος
αρχ.
ανελεής, φιλέλεος
νεοελλ.
ανηλεής].