ἔπαλξις
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐπαλέξω) A means of defence: mostly in pl., battlements, Il.12.263, Hdt.9.7, A.Th.30,158 (lyr.), E.Ph.1158, etc.; τὰς ἐ. ἀπώσαντες Th.3.23; αἱ οἰκίαι . . ἐπάλξεις λαμβάνουσι Id.4.69, cf. 115. b in sg., mostly, line of battlements, parapet, Il.12.381,al. (never in Od.); οἱ παρ' ἔπαλξιν the defenders of the wall, Th.2.13, cf. 7.28, Ar.Ach.72: pl., of individual crenellations, Th.3.21. 2 generally, defence, protection, πλούτου A.Ag.381 (lyr.); σωτηρίας E.Or.1203, etc. 3 court for trial of homicide, EM353.26, AB243.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, die Schutzwehr (ἐπαλέξω), bes. Brustwehr, Zinnen auf den Mauern, hinter denen sich die Bürger vertheidigen, Il. 12, 263. 381 u. öfter; Her. 9, 7 u. Folgde; auch an anderen Häusern, ἀπ' οἰκιῶν ἐπάλξεις ἐχουσῶν Thuc. 4, 115, vgl. 3, 22. – Uebertr., Schutz, Beistand, πλούτου Aesch. Ag. 371; σωτηρίας Eur. Or. 1203. – Nach E. M. und B. A. 243 ein Gerichtshof in Athen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαλξις: -εως, ἡ, (ἐπαλξέω) μέσον ἀμύνης: τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἐπάλξεις, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Μ. 263, Ἡρόδ. 9. 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 30, 158, Εὐρ. Φοίν. 1158, κτλ.· καὶ τὰς ἐπάλξεις ἀπώσαντες, διὰ τοῦ μεταπυργίου ὑπερέβαινον Θουκ. 3. 23· αἱ οἰκίαι... ἐπάλξεις λαμβάνουσαι ὁ αὐτὸς 4. 69· ἀπ’ οἰκιῶν ἐπάλξεις ἐχουσῶν αὐτόθι 115, καὶ ἴδε κρόσσαι: ἐν τῷ ἑνικῷ, ὅ ῥα τείχεος ἐντὸς κεῖτο μέγας παρ’ ἔπαλξιν Ἰλ. Μ. 381, κτλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· οἱ παρ’ ἔπαλξιν, οἱ ὑπερασπισταὶ τοῦ τείχους, Θουκ. 2. 13, πρβλ. 7. 28, Ἀριστοφ. Ἀχ. 72. 2) μεταφ., προστασία, ὑπεράσπισις, ἀντίληψις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 381· τήνδ’ ὑμῖν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν Εὐρ. Ὀρ. 1203, κτλ. Κατὰ Α. Β. 243. 15, «ἐπάλξεις, ἐξοχαὶ τειχῶν, προμαχῶνες, ἁψίς, ἔστι δὲ καὶ δικαστήριον τῶν φονικῶν, ᾠκοδόμηται δὲ πρὸς τῷ πρυτανείῳ».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 sorte de mantelet ou de créneau sur une muraille ou sur une maison d’ord. au pl. ; au sg. ligne des créneaux ou du rempart;
2 fig. rempart, défense.
Étymologie: ἐπαλέξω.
English (Autenrieth)
ιος (ἀλέξω): breastwork, battlement. (Il.)
Greek Monotonic
ἔπαλξις: -εως, ἡ (ἐπαλέξω), μέσο άμυνας·
1. στον πληθ., επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., αμυντικό τείχος με πολεμίστρες, προμαχώνας, παραπέτασμα, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
2. γενικά, υπεράσπιση, προστασία, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαλξις: εως ἡ (преимущ. pl.)
1) крепостные зубцы, зубчатая стена Hom., Aesch., Eur., Arph., Plut.: αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις ἔχουσαι или λαμβάνουσαι Thuc. дома с зубчатыми стенами;
2) защита, оплот, твердыня (πλούτου Aesch.; σωτηρίας Eur.).
Middle Liddell
ἔπαλξις, εως ἐπαλέξω
1. a means of defence: in pl. battlements, Il., Hdt., etc.:—in sg. the battlements, parapet, Il., Thuc.
2. generally, a defence, protection, Aesch., Eur.
English (Woodhouse)
bulwark, defence, battlement, bulwark against, defence against, protection against, shelter from