οἰκοδομή
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
ἡ, A = -δόμησις, -δομία, PCair.Zen.499.93 (iii B. C.), prov. Lacon. ap. Suid. s.v. ἵππους, LXX 1 Ch.26.27, PGrenf.1.21.17 (ii B.C.), OGI655.2 (i B.C.), D.S.1.46, Eratosth. ap. Str.16.1.15, Str.5.2.5, Plu.Cam.32 : condemned by Phryn.394 : earlier examples, as Arist.EN1137b30 (v.l.), Thphr. HP3.8.5 codd., are dub. II = sq., Ev.Matt.24.1, Plu.Luc.39, CIG 4449 (Beroea), al. : metaph., IEp.Cor.3.9.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομή: ἡ, μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ οἰκοδόμησις, -δομία, παροιμία Λακων. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἵππους (;) Διόδ. 1. 46, Στράβ., κ. ἀλλ., πρβλ. Λοβεκ. σημ. εἰς Φρύνιχ. σελ 488· ἀρχαιότερα παραδείγματα, ὡς Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 10, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5, εἶναι ἀμφίβολ. ΙΙ. = οἰκοδόμημα, Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Συλλ. Ἐπιγρ. 4449, κ. ἀλλ., Καιν. Διαθ., κλ.
English (Strong)
feminine (abstract) of a compound of οἶκος and the base of δῶμα; architecture, i.e. (concretely) a structure; figuratively, confirmation: building, edify(-ication, -ing).
English (Thayer)
οἰκοδομῆς, ἡ (οἶκος, and δέμω to build), a later Greek word, condemned by Phryn., yet used by Aristotle, Theophrastus, (but both these thought to be doubtful)), Diodorus (1,46), Philo (vit. Moys. i. § 40; de monarch. ii. § 2), Josephus, Plutarch, the Sept., and many others, for οἰκοδόμημα and οἰκοδόμησις; cf. Lob. ad Phryn., p. 481ff, cf. p. 421; (Winer's Grammar, 24);
1. (the act of) building, building up, equivalent to τό οἰκοδομεῖν; as, τῶν τειχέων, τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ, Wisdom of Solomon , piety, holiness, happiness" (see οἰκοδομέω, b. β'. (cf. Winer's Grammar, 35 (34))): ὑμῶν, ἑαυτοῦ (Tdf. αὐτοῦ), τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐκκλησίας, τό ὀικοδομουν, what contributes to edification, or augments Wisdom of Solomon , etc. λαλεῖν, λαβεῖν, οἰκοδομήν, οἰκοδόμημα, a building (i. e. thing built, edifice): τοῦ ἱεροῦ, a body of Christians, a Christian church (see οἰκοδομέω, b. β'.), πᾶς, I:1c.); with a genitive of the owner or occupant, Θεοῦ, 1 Corinthians 3:9.
Greek Monolingual
η (ΑΜ οικοδομή) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα»)
2. το υπό ανέγερση κτήριο
3. οικοδόμημα, κτήριο
αρχ.
μτφ.
1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων («τοῑς λογισμοῑς πρὸς οἰκοδομὴν πνευματικὴν χρώμενοι», Νείλ.)
2. δημιούργημα, πλάσμα («θεοῡ γεώργιον, θεοῡ οἰκοδομή ἐστε», ΚΔ).
Greek Monotonic
οἰκοδομή: ἡ, μεταγεν. τύπος αντί οἰκοδόμημα, σε Πλούτ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδομή: ἡ
1) здание, строение (αἱ οἰκοδομαὶ τοῦ ἱεροῦ NT);
2) назидание, наставление (εἰς ἀλλήλους NT);
3) зодчество (Λεσβία Arst. - v. l. οἰκοδομία).
Middle Liddell
οἰκοδομή, ἡ, [a late form for οἰκοδόμημα, Plut., NTest.]
Chinese
原文音譯:o„kodom» 哀可-多姆
詞類次數:名詞(18)
原文字根:家-建造(著) 相當於: (מִבְנֶה)
字義溯源:建築,造就,建造,造,匠人,建立,造就人,建築物;由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成;而 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)。這字在字面上意為建築,房子( 林前3:9),在屬靈上,和合本譯為造就( 林前14:26)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(19);太(1);可(2);徒(1);羅(2);林前(5);林後(4);弗(4)
譯字彙編:
1) 造就(5) 林前14:3; 林前14:5; 林後10:8; 林後12:19; 林後13:10;
2) 建築(4) 太24:1; 可13:1; 可13:2; 林前3:9;
3) 建造(3) 林前14:12; 弗4:12; 弗4:16;
4) 建立(2) 羅14:19; 羅15:2;
5) 造就的(1) 弗4:29;
6) 建築物(1) 弗2:21;
7) 造就人(1) 林前14:26;
8) 匠人(1) 徒4:11;
9) 所造(1) 林後5:1