μελαγχαίτης

From LSJ
Revision as of 12:02, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχαίτης Medium diacritics: μελαγχαίτης Low diacritics: μελαγχαίτης Capitals: ΜΕΛΑΓΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: melanchaítēs Transliteration B: melanchaitēs Transliteration C: melagchaitis Beta Code: melagxai/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ,    A black-haired, of Centaurs, Hes.Sc.186, S.Tr.837 (lyr.); of Hades, E.Alc.439 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 117] ὁ, der schwarzhaarige; Μίμας, Hes. Sc. 186; Nessus, Soph. Trach. 834; Hades, Eur. Alc. 440; Poseidon, P. Sil. ecphr. 64.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure noire.
Étymologie: μέλας, χαίτη.

Greek Monolingual

μελαγχαίτης, δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κενταύρους και για τον Άδη) μαύρος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χαίτη (πρβλ. πυρο-χαίτης, χρυσο-χαίτης)].

Greek Monotonic

μελαγχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, επίθ. που αποδίδεται στους Κένταυρους, σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελαγχαίτης: ου adj. m чернокудрый (Μίμας Hes.; Ἀΐδης Eur.).

Middle Liddell

μελαγ-χαίτης, ου, ὁ, χαίτη
black-haired, of Centaurs, Hes., Soph., Eur.