προσφόρημα
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ατος, τό,= A προσφορά 111.2, E.El.423.
German (Pape)
[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.
Greek (Liddell-Scott)
προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α προσφορῶ
τροφή, τρόφιμα.
Greek Monotonic
προσφόρημα: -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.
Russian (Dvoretsky)
προσφόρημα: ατος τό пища, еда Eur.
Middle Liddell
προσφόρημα, ατος, τό,
that which is set before one, victuals, Eur.