λαγός
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
German (Pape)
[Seite 3] ὁ, ion. = λαγώς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγός: -οῦ, ὁ, ἰσοδύναμον τῷ λαγώς, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ion. c. λαγώς.
Spanish
Greek Monolingual
και λαγωός και λαγώς, ο (AM λαγώς και λαγός, Α και λαγῶς και επικ. και ποιητ. τ. λαγωός)
1. κοινή, σήμερα, ονομασία του γένους lepus και μερικών άλλων συγγενών γενών λαγόμορφων θηλαστικών στην οποία περιλαμβάνονται και τα κουνέλια
2. μτφ. δειλός, φοβητσιάρης
νεοελλ.
1. αυτός που τρέχει γρήγορα, γοργοπόδαρος
2. φρ. α) «έγινε λαγός» — έφυγε πολύ γρήγορα
β) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — υπόσχεται πολλά και μάλιστα που είναι αδύνατο να εκπληρωθούν
3. (φρ. α) «του λαγού τ' αφτιά» — κοινή ονομασία είδους του φυτού ίρις
β) «του λαγού τα γένια» — κοινή ονομασία είδους του φυτού τραγοπώγων
γ) «του λαγού τα στιβάλια» — κοινή ονομασία είδους του φυτού αριστολόχια
δ) «του λαγού η ουρά»
(στην Κύπρο) κοινή ονομασία είδους του φυτού όρχις
4. παροιμ. «που κυνηγά πολλούς λαγούς κανένανε δεν πιάνει» — όποιος καταμερίζει σε πολλά πράγματα τη δραστηριότητά του αποτυγχάνει
μσν.
φρ. «πιάνω λαγό με το αμάξι» — είμαι πολύ επιδέξιος, πολύ ικανός
αρχ.
1. πτηνό με δασύτριχα πόδια
2. είδος ιχθύος
3. ονομασία αστερισμού
4. είδος επιδέσμου
5. παροιμ. «λαγώς καθεύδων» — λεγόταν για ανθρώπους που υποκρίνονταν τους κοιμισμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγωός πιθ. < λαγ(ο)ω(υσ)ος «αυτός που έχει χαλαρά αφτιά» < λάγος «μαλακός, χαλαρός» (πρβλ. λαγαίω) + οὖς (πρβλ. οσετικό tarqūs «λαγός» αλλά κυρίως «μακριά αφτιά», νεοπερσ. xargōš «αφτιά γαϊδάρου», βερβερικό butmezgīn «ζώο με μακριά αφτιά»). Ο τ. λαγώς < λαγωός με συναίρεση (πρβλ. λεώς), ενώ ο τ. λαγός < λαγώς αναλογικά προς τα δευτερόκλιτα. Η λ. στη γλώσσα τών κυνηγών εξελίχθηκε σε απαγορευμένη λ. («ταμπού»), μια και ο λαγός θεωρούνταν ζώο που φέρνει δυστυχία.
ΠΑΡ. λαγιδεύς, λαγίδιο
αρχ.
λάγειος, λάγινος, λάγιον, λαγωδάριον, λαγωδίας, λαγώδιον, λαγώειος, λαγωίνης, λαγώνεια
μσν.
λαγίνης, λαγωικός
μσν.- νεοελλ.
λαγούδι
νεοελλ.
λαγονεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαγοκυνήγι, λαγονάρης, λαγόπους, λαγόφθαλμος, λαγόχειλος, λαγοβόλος
αρχ.
λαγοδαίτης, λαγοθήρας, λαγοκτόνος, λαγοπράτης, λαγωσφαγία, λαγωτροφείον, λαγωφόνος
μσν.
λαγομαγείρευμα, λαγοράβδιν, λαγωδρόμος, λαγώδων, λαγωτροφώ
νεοελλ.
λαγόκαρδος, λαγοκοιμάμαι, λαγοκοιτιά, λαγοκούνελο, λαγοκυνηγός, λαγοπόδαρος, λαγοπροβιά, λαγοτόμαρο].
Greek Monotonic
λᾰγός: -οῦ, ὁ, ισοδ. τύπος του λαγώς.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγός: ὁ ион.-дор. = λαγώς.