ἀνίσχυρος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ον, A not strong, without strength, Str.2.1.36, v.l. in D.H.4.54, Sch.Theoc.14.15: Comp., ῥῖγος -ότερον Hp.Flat.8; invalid, of a document, ἄκυρος καὶ ἀ. PSI183.9 (V A.D.), Just.Nov.72.5.
German (Pape)
[Seite 239] nicht stark, kraftlos, Strab.; D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίσχῡρος: -ον, ὁ μὴ ἰσχυρός, ὁ ἄνευ ἰσχύος, Στράβ. 89, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 15. - Ἐπίρρ. -ρως, Βασιλικ. ἔκδ. Heimb. τόμ. Α΄, σ. 302, τόμ. Ε΄, σ. 245.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α PMichael.52.63 (VI d.C.)]
1 que no tiene fuerza, débil τὸ ὑπ' ἐκείνου διδόμενον Str.2.1.36
•fig. de un vino, Sch.Theoc.14.16.
2 jur. inválido, nulo de un documento POxy.1716.17 (IV d.C.), PLond.77.61 (VI d.C.), de una venta PMichael.l.c.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνίσχυρος, -ον)
1. ο χωρίς ισχύ, δύναμη, αδύναμος, ανίκανος
2. αυτός που δεν έχει νομικό κύρος, ο άκυρος.