ἐπιρρήσσω

From LSJ
Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρήσσω Medium diacritics: ἐπιρρήσσω Low diacritics: επιρρήσσω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: epirrḗssō Transliteration B: epirrēssō Transliteration C: epirrisso Beta Code: e)pirrh/ssw

English (LSJ)

A v. ἐπιρράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρήσσω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράσσω, σύρω, σπρώχνω τι ἐπί τινος μετὰ δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο ὅπως κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... ἐπιβλής..., τὸν τρεῖς μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε ἐπιρράσσω. 2) παρασύρω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. itér;
1 frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;
2 déchirer (un vêtement) acc..
Étymologie: ἐπί, *ῥήσσω, c. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

only ipf. iter. ἐπιρρήσσεσκον, drove to, pushed home, Il. 24.454, 456. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α)
1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῦν ος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ
3. (για άνεμο) (με αιτ.) εφορμώ εναντίον, παρασύρω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. και ιων. τ. αντί επιρράσσω < επί + ράσσω «χτυπώ, καταβάλλω»].

Greek Monotonic

ἐπιρρήσσω: μέλ. -ξω, Επικ. παρατ. -ρήσσεσκον, Ιων. αντί ἐπιρράσσω· σπρώχνω με δύναμη, κλείνω βίαια, θύρην, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρήσσω: эп.-ион. ἐπιρράσσω захлопывать, задвигать (τὸν ἐπιβλῆτα Hom.; πύλας Soph.).