πρόναος
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
or προναῖος, α, ον, Ion. προνήϊος, η, ον, Att. πρόνεως: (ναός):—A before a temple, βωμοὺς προνάους A.Supp.494: especially of gods whose statues stood before the temple, Ἀθηνᾶ καὶ Ἑρμῆς πρόναοι at Thebes, Paus.9.10.2; πρόνεως, epithet of Poseidon, Hsch.; freq. of Athena at Delphi, because she had a chapel or statue there before the great temple of Apollo, κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Προνηΐης Ἀθηναίης Hdt.8.37, cf. 39; ἐν δὲ Προνηΐης τῆς ἐν Δελφοῖσι Id.1.92; Παλλὰς προναία A.Eu.21; ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος . . καὶ Ἀθηνᾶς Προναίας Decr. Amphict. ap. Aeschin.3.110 (Προνοίας codd., so also in 108, al., but cf. Harp.); χἡ Παλλάς, Δελφοί νιν ὅθ' ἱδρύοντο προναίην Call.Fr.220; Ἀθηνᾷ Προναίᾳ SIG324 (Delph., iv B.C.), cf. Schwyzer 323D35 (ibid., iv B.C.). II Subst. πρόναος, ὁ, front hall of a temple, through which one passed to the ναός, BMus.Inscr. 481*.272,283 (Ephesus, ii A.D.); Ion. πρόνηος Luc.Syr.D.30; Att. dat. written προνεοι IG12.237.58, προνειοι ib.232.6 (prob. to be understood as πρόνεῳ and πρόνειῳ); Ion. gen. προνηΐου Hdt.1.51: pl. προνήϊα, as Adv., before the temple, AP6.281 (Leon.): also neut. πρόναον, τό, Str.17.1.28, Ph.2.150, 236, Paus.8.32.2 codd., OGI661 (Egypt, i A.D.), 702 (ibid., ii A.D.), Ath.Mitt. 35.442 (Pergam., ii A.D.), Milet. 1(7) No.200 (iii A.D.), Ephes.2 No.42 (iii A.D.), IGRom.4.556 (Ancyra): gender uncertain in προνάοις D.S.14.41; προνάϊον, IG5(2).515 Ba (Lycosura, i B.C. i A.D.), 520 (ibid., ii A.D.), 7.225 (Aegosthena), J.AJ8.3.2 (v.l. πρόναον); προνάειν, Jahresh. 15 Beibl.106 (Dionysopolis, iii A.D.). (The forms Προναια, προναιην, pronaion should perhaps be understood as Προνᾴα, προνᾴην, πρόνᾳον: the word is trisyll. in A. and Call. ll. cc.)
German (Pape)
[Seite 735] vor dem Tempel befindlich, βωμοί, Aesch. Suppl. 489, τὸ πρόναον, ion. προνήϊον, Vorhof vor dem Tempel, Eingang zu demselben, Her. 1, 51; τὰ προνήϊα, Leon. Tar. 7 (VI, 281).
Greek (Liddell-Scott)
πρόνᾱος: ἢ πρόναιος, α, ον, Ἰων. προνήιος, η, ον, Ἀττ. πρόνεως· (ναὸς) ― ὁ πρὸ τοῦ ναοῦ, βωμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 494· ― μάλιστα ἐπὶ τῶν θεῶν ὧν τὰ ἀγάλματα ἵσταντο πρὸ τοῦ ναοῦ, Ἀθηνᾶ καὶ Ἑρμῆς πρόναοι, ἐν Θήβαις, Παυσ. 9. 10, 2· Ποσειδὼν πρόνεως Ἡσύχ.· ἀλλὰ συνηθέστατα ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Δελφοῖς, ἧς ὑπῆρχε ναΐσκος ἢ ἄγαλμα ἐκεῖ πρὸ τοῦ μεγάλου ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Προνηίης Ἀθηναίης Ἡρόδ. 8. 37, πρβλ. 39· ἐν δὲ Προνηίης τῆς ἐν Δελφοῖς ὁ αὐτ. 1. 92· Παλλὰς προναία Αἰσχύλ. Εὐμ. 21· ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος.. καὶ Ἀθηνᾶς Προναίας Ψήφισμ. Ἀμφικτ. παρ’ Αἰσχίν. 69. 14· χὴ Παλλάς, Δελφοί νυν ὅθ’ ἱδρύσαντο προναίην Καλλ. Ἀποσπ. 220· τᾷ Ἀθηνᾷ τᾷ προναίᾳ Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Ε. Curt. 43. 45· πρβλ. πρόνοια ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πρόναος, ὁ, = πρόδομος, ἡ εἴσοδος ἢ ἡ πρώτη διαίρεσις τοῦ ναοῦ δι’ ἧς εἰσήρχετό τις εἰς τὸν κυρίως ναόν, Διόδ. 14. 14, Στράβ. 805, Παυσ. 8. 32, 2, κτλ.· Ἰων. πρόνηος, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 30· Ἀττ. δοτ. ἐν τῷ προνέῳ, Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβῆ Ant. 1. 162· Ἰων. γεν. προνηίου Ἡρόδ. 1. 51· δοτ. ἐν τῷ προνηίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 71a. 32., 138. 6 κἑξ., 142. 5 κἑξ.· ― ὡσαύτως ὡς οὐδ. πρόναον, τό, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 4401, 4716· Ἰων. πληθ. προνήια, Ἀνθ. Π. 6. 281.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé devant le temple ; ὁ πρόναος, le vestibule d’un temple.
Étymologie: πρό, ναός.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρόνηος, Α
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με χριστιανικούς ναούς) ο νάρθηκας
αρχ.
ο πριν από τον κυρίως ναό περίστυλος χώρος, διά μέσου του οποίου εισερχόταν κανείς στον ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του πρόναος (ΙΙ)].
(II)
-ον, και προναῖος, -αία, -ον και ιων. τ. προνήϊος, -ΐη, -ον και αττ. τ. πρόνεως, Α
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από ναό («τῶν πολισσούχων θεῶν βωμοὺς προνάους καὶ [πολισσούχων] ἕδρας», Αισχύλ.)
2. (ιδίως για θεό) αυτός του οποίου το άγαλμα είναι τοποθετημένο μπροστά από ναό («πρῶτα μὲν δὴ λίθου κατὰ τὴν εἴσοδόν ἐστιν Ἀθηνᾱ καὶ Ἑρμῆς ὀνομαζόμενοι πρόναοι», Παυσ.)
3. προσωνυμία του Ποσειδώνος
4. προσωνυμία της Αθηνάς, της οποίας μικρός ναός ή άγαλμα υπήρχε πριν από τον μεγάλο ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς («κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Προνηΐης Ἀθηναίης», Ηρόδ.)
5. (το θηλ. ως κύριο όν.) Προναία
η Αθηνά («ἐν δὲ Προνηΐης τῆς ἐν Δελφοῑσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ναός / νηός / νεώς.
Greek Monotonic
πρόνᾱος: ή πρό-ναιος, -α, -ον, Ιων. προνήϊος, -η, -ον, Αττ. πρό-νεως (ναός)·
I. αυτός που βρίσκεται μπροστά από το ναό, ιδίως λέγεται για θεούς των όποιων οι βωμοί και τα αγάλματα στέκονταν μπροστά στον ναό, όπως της Αθηνάς στους Δελφούς, σε Ηρόδ.· Παλλὰς προναία, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., πρόναος, ὁ = πρόδομος, προθάλαμος ναού, μέσω του οποίου κάποιος οδηγούνταν στον κυρίως ναό (ναός) ή στα άδυτα του ναού, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πρόνᾱος: Aesch., Diod., Luc. = πρόναιος I и II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόνᾱος -α -ον en προνάιος, προναῖος Ion. προνήιος -η -ον, ook πρόνηος [πρό, ναός] (zich) voor de tempel (bevindend):; βωμοί π. altaren voor de tempel Aeschl. Suppl. 494; ἡ Προνηΐη Ἀθηναίη Athene Pronaia (bij Delphi) Hdt. 8.37.2; subst. ὁ πρόναος voorhal.
Middle Liddell
πρό-νᾱος, ορ πρό-ναιος, η, ον ναός
I. before a temple, especially of gods whose shrines or statues stood before the temple, as of Athena at Delphi, Hdt.; Παλλὰς προναία Aesch.
II. as substantive, πρόναος, = πρόδομος, the hall of a temple, through which one went to the ναός or cella, Hdt.