περιελαύνω

From LSJ
Revision as of 17:30, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιελαύνω Medium diacritics: περιελαύνω Low diacritics: περιελαύνω Capitals: ΠΕΡΙΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: perielaúnō Transliteration B: perielaunō Transliteration C: perielayno Beta Code: perielau/nw

English (LSJ)

fut. A -ελῶ Ar.Eq.290, etc. :—drive round, τὰς κύλικας π. push the cups round, X.Smp.2.27, Poll.6.30; drive, round up cattle, etc. as booty, λείαν πολλήν Parth.20.1, App.Hann.12; (πρόβατα) Palaeph.18; βοῦς Porph.Abst.2.30 :—also in Med., Plb.4.29.6, etc. 2 drive about, harass, οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ar. Eq.887; περιελῶ σ' ἀλαζονείαις (Elmsl. for -είας) ib.290 :—Pass., περιελαυνόμενος τῇ στάσι Hdt.1.60; μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων D.42.32. 3 draw or build round, περὶ δ' ἕπκος ἔλασσε Il.18.564; περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν Od.7.113; ἐληλαμέναι πέρι πύργον A.Pers.872(lyr.); π. αὔλακα βαθεῖαν Plu.Rom.11. II seemingly intr. (sc. ἅρμα, ἵππον, etc.), drive or ride round, Hdt.1.106, Th.7.44, X.Cyr.1.4.24, Eq.Mag.3.2; εἰς τὸ ὄπισθεν Id.Cyr.7.1.36 : c. acc. loci, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ as much ground as... Hdt.4.7, cf. X.Cyr.4.2.32. 2 metaph., have recourse, οὐδὲ ἐς ὁτιοῦν περιελᾷ ψεῦδος Philostr.VA7.14.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἐλαύνω), herumtreiben; aus Hom. rechnet man als Tmesis hierher περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε, Il. 18, 564, u. pass. περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται, Od. 7, 113, einen Zaun herumziehen; τὰς κύλικας, die Becher schnell die Runde gehenlassen, Xen. Conv. 2, 27. – Intr., wobei man ἵππον, ἅρμα u. dgl. ergänzen kann, herumreiten, -fahren, Her. 1, 106, Thuc. 7, 44, Xen. Cyr. 1, 4, 24 u. sonst. – Pass. umgeben, umzingelt werden, περιελαυνόμενος τῇ στάσει, Her. 1, 60. – Pol. vrbdt das med. oft mit dem acc., Etwas für sich zusammentreiben, zusammenbringen, περιελασάμενος λείας πλῆθος ἱκανόν, 4, 59, 1; bes. σώματα καὶ θρέμματα, 4, 29, 6 u. öfter; u. dah. pass., ἡ περιελαθεῖσα λεία, 5, 95, 10.

Greek (Liddell-Scott)

περιελαύνω: μελλ. -ελῶ, ἐλαύνω πέριξ, χρὴ τοὺς οἰνοχόους μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ἁρματηλάτας, θᾶττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας Ξεν. Συμπ. 2, 27, Πολυδ. Ϛ΄, 30. κλ. ― Μέσ., περισυνάγω καὶ συνελαύνω, διαρπάσαντες τὴν Κυναθαίων πόλιν καὶ πολλὰ περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα Πολύβ. 4. 29, 6, κτλ. 2) κατατρέχω, βασανίζω, οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 887˙ ὁπόθεν ὁ Elmsl. διώρθωσε: περιελῶ σ’ ἀλαζονείαις (ἀντὶ -είας) αὐτόθι 290. ― Παθ., περιελαυνόμενος τῇ στάσει Ἡρόδ. 1. 60˙ μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων Δημ. 1019. 10. 3) ποιῶ τι ἐν κύκλῳ, οἰκοδομῶ πέριξ, περὶ δ΄ ἕρκος ἔλασσε Ἱλ. Σ. 564˙ περί δ’ ἕρκος ἐλήλαται Ὀδ. Η. 113, πρβλ. Αἰσχύλ. Περσ. 871˙ οὕτω, π. αὔλακα βαθεῖαν Πλουτ. Ρωμ. 11. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἅρμα, ἵππον, κτλ.), περιτρέχω ἐφ’ ἁμάξης ἢ ἔφιππος, Ἡρόδ. 1. 106, Θουκ. 7. 44, Ξεν.˙ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ, τόσον διάστημα ὅσον .., Ἡρόδ. 4. 7, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 32.

French (Bailly abrégé)

f. περιελάσω, att. περιελῶ, pf. περιελήλακα;
pousser autour, d’où
1 tracer en forme de cercle : αὔλακα PLUT un sillon;
2 envelopper : περιελαυνόμενος στάσι HDT enveloppé par une sédition;
3 pousser devant soi en tournant autour (du bétail, du butin, etc.);
4 faire une tournée ou une course à cheval, propr. pousser son cheval autour : τὸ στρατόπεδον XÉN faire le tour du camp à cheval.
Étymologie: περί, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

Α ελαύνω
1. περιφέρω από τον έναν στον άλλο («θᾱττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας», Πολυδ.)
2. αρπάζω ως λεία («περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα», Πολ.)
3. παρενοχλώ, βασανίζω («οἶοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.)
4. κατασκευάζω κάτι γύρω γύρω («περιελαύνων αὔλακα βαθεῑαν», Πλούτ.)
5. περιτρέχω έφιππος ή πάνω σε αμάξι («οἱ ἱππῆς περιελάσαντες διέφθειρον», Θουκ.)
6. ανατρέχω, προσφεύγω («οὐδὲ ἐς ὁτιοῦν περιελᾷ ψεῡδος», Φιλόστρ.).

Greek Monotonic

περιελαύνω: μέλ. -ελῶ·
I. 1. οδηγώ ολόγυρα, τὰς κύλικας περιελαύνω, σπρώχνω τα κύπελα ολόγυρα, σε Ξεν.
2. κατατρέχω, βασανίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.
3. σχηματίζω κύκλο, οικοδομώ γύρω, περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται, σε Ομήρ. Οδ.
II. φαινομενικά αμτβ. (ενν. ἅρμα, ἵππον), οδηγώ ή ιππεύω ολόγυρα, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

περιελαύνω: (fut. περιελάσω - атт. περιελῶ, pf. περιελήλακα)
1) гнать вокруг, т. е. передавать вкруговую (из рук в руки) (τὰς κύλικας Xen.);
2) med. сгонять отовсюду (ἡ περιελαθεῖσα λεία Polyb.): π. σώματα καὶ θρέμματα Polyb. захватывать рабов и скот;
3) изгонять, прогонять, теснить (τινά τινι Arph.): περιελαυνόμενός τινι Her. теснимый, т. е. вынужденный чем-л.;
4) проводить вокруг (ἕρκος Hom.; αὔλακα βαθεῖαν Plut.);
5) объезжать, проезжать (τὸ στρατόπεδον Xen.): τοὺς πεπτωκότας περιελαύνων ἐθεᾶτο Xen. (Астиаг), объезжая (поле сражения), осматривал павших.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ελαύνω rondom aanleggen, rondom bouwen, met acc.:; περὶ δ ’ ἕρκος ἔλασσε rondom legde hij een omheining aan Il. 18.564; ook pass.. περὶ δ ’ ἕρκος ἐλήλαται eromheen loopt een omheining Od. 7.113; ἐληλαμέναι πέρι πύργον omgeven met een hoge muur Aeschl. Pers. 872. rondjagen, bijeendrijven, met acc.:; οὓς... περιελάσαντες διέφθειραν ze dreven hen bijeen en doodden hen Thuc. 7.44.8; pass..; ἥ... λεία περιηλαύνετο het vee werd bijeengedreven Luc. 57.39; overdr. lastigvallen, in het nauw drijven:; πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις je hindert me met je apenstreken Aristoph. Eq. 887; pass.. περιελαυνόμενος τῇ στάσι in het nauw gedreven door de ruzie Hdt. 1.60.2. abs. ( sc. ἵππον, ἅρμα ) rondrijden:; τοὺς πεπτωκότας περιελαύνων ἐθεᾶτο al rondrijdend bekeek hij de gevallenen Xen. Cyr. 1.4.24; ook met acc. van afstand. ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ zoveel terrein als hij op een dag te paard kon rondrijden Hdt. 4.7.2.

Middle Liddell

fut. -ελῶ
I. to drive round, τὰς κύλικας π. to push the cups round, Xen.
2. to drive about, harass, Ar.:—Pass., Hdt.
3. to draw or build round, περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε Il.:—Pass., περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται Od.
II. seemingly intr. (sub. ἅρμα, ἵππον), to drive or ride round, Hdt., attic