κατακελεύω
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
A command silence, Ar. Av.1273: generally, command, c. inf., Plu.Oth.18 (s. v.l.). 2 of the boatswain, give the time in rowing, Ar.Ra.207.
German (Pape)
[Seite 1352] (s. κελεύω), befehlen; c. inf, Plut. Oth. 18; zurufen, den Ruderern den Takt angeben, Ar. Ran. 208; danach übertr. Av. 1273, nach den Schol. σιγὴν πρόσταξον.
Greek (Liddell-Scott)
κατακελεύω: ἐπιβάλλω, ἐπιτάττω σιωπήν, κατακέλευσον = σιγήν πρόσταξον, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273· καθόλου, ἐπιτάττω, διατάττω, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Ὄθων 18. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ κελευστοῦ, δίδω τὰ προστάγματα καὶ ὁδηγῶ εἰς τὸν χρόνον ἢ ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 208.
French (Bailly abrégé)
1 faire faire silence ; commander avec inf.;
2 particul. marquer la mesure pour les rameurs.
Étymologie: κατά, κελεύω.
Greek Monolingual
κατακελεύω (Α)
1. επιβάλλω σιωπή
2. διατάσσω
3. (για τον κελευστή) δίνω τον ρυθμό της κωπηλασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κελεύω «διατάζω»].
Greek Monotonic
κατακελεύω: μέλ. -σω,
I. επιβάλλω, διατάσσω σιωπή, σε Αριστοφ.· γενικά, προστάζω, με απαρ., σε Πλούτ.
II. λέγεται για τον κελευστήν, δίνω τα προστάγματα και καθορίζω τον χρόνο και τον ρυθμό της κωπηλασίας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατακελεύω:
1) настаивать, требовать, заставлять (ἄρχειν, sc. τινά Plut.);
2) приказывать молчать, водворять тишину Arph.;
3) отбивать такт гребцам, командовать Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κελεύω bevel geven:. κατακέλευσον geef het signaal! Aristoph. Av. 1273; κατακέλευε δή geef het tempo maar aan! Aristoph. Ran. 207.
Middle Liddell
fut. σω
I. to command silence, Ar.: generally, to command, c. inf., Plut.
II. of the κελευστής, to give the time in rowing, Ar.