χίδρυ

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χίδρυ Medium diacritics: χίδρυ Low diacritics: χίδρυ Capitals: ΧΙΔΡΥ
Transliteration A: chídry Transliteration B: chidry Transliteration C: chidry Beta Code: xi/dru

English (LSJ)

ὄνομα δειλόν, Hsch.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
τὸ αἰδοῖον (Hsch).
Étymologie: pê apparenté à χῖδρον (on aurait alors la même métaphore que pour κριθή) - une autre glose d’Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l’épi de blé » (cf. ἄρκηλα, βρύσσος).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. της οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. του Ησύχ.: χίδαλον, χίδαδον, χιδά, χιδαλέον, οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην περίπτωση αυτή, οι σημ. τών χίδαλον
ἀντὶ τοῦ < κίδαλον>- τὸ αἰδοῖον και χίδαδον
τὸ παιδίον θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο τ. χίδρυ έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη σχέση μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «σιτάρι» του τ. χῖδρον πρβλ. τη χρήση της λ. κριθή για να δηλωθεί το ανδρικό μόριο). Η σύνδεση τών τ. χιδά
φρικτή και χιδαλέον·...πεφρικός με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. χῖδρον «σιτάρι» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια αναφορά στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών παραπάνω τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η σύνδεση, τέλος, τών τ. αυτών με τον τ. του Ησύχ. κίδαλον
κρόμμυον είναι μάλλον παρετυμολογική].