ἀνεξικακία
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ἡ, A forbearance, Plu.2.90e, Luc.Par.53, Hld.10.12; ἀ. πόνων patient endurance under . ., Hdn.3.8.8, cf. Eun.Hist.p.258D.
German (Pape)
[Seite 223] ἡ, Langmuth im Ertragen von Beleidigungen, Plut. de cap. util. ex hist. p. 280; Coriol. 15; Luc. Paras. 53; πόνων, Ausdauer, Hdn. 3, 8, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξῐκᾰκία: ἡ, μακροθυμία, Πλουτ. 2. 90E. κτλ.· ἀν. πόνων, ὑπομονή, καρτερία ἐν τοῖς κόποις, Ἡροδ. 3. 8: - πρβλ. Λεξ. ἀθησαυρ. λέξ. Κουμανούδη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
résignation.
Étymologie: ἀνεξίκακος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 resignación ἵνα ... δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ LXX Sap.2.19, cf. Plu.2.90e, Epict.Ench.10, Luc.Par.53, Hld.10.12.2, Eun.Hist.p.258
•paciencia de Dios, Clem.Al.Paed.1.9.79
•como virtud cristiana, Clem.Al.Paed.3.12.91
•c. gen. acción de soportar πόνων Hdn.3.8.8.
2 como tratamiento Vuestra Resignación μέμνηται ἡ ὑμετέρα ἀ. Const. en Thdt.HE 1.20.5.
Greek Monolingual
η (AM ἀνεξικακία)
το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία
αρχ.
υπομονή, καρτερία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξικᾰκία: ἡ (долго)терпение, терпеливость, безропотность Plut., Luc.