ἀπάγχω

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάγχω Medium diacritics: ἀπάγχω Low diacritics: απάγχω Capitals: ΑΠΑΓΧΩ
Transliteration A: apánchō Transliteration B: apanchō Transliteration C: apagcho Beta Code: a)pa/gxw

English (LSJ)

strangle, throttle, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Od.19.230; γαλῆν ἀ. Ar.Pax795, cf. Plu.Mar.27, Luc.Lex.11; ὃ μάλιστά μ' ἀπάγχει chokes me with anger, Ar.V.686:—Med., aor. ἀπηγξάμην, and Pass., hang oneself, to be hanged, Archil.67, Hdt.2.131, Hp.Aph.2.43, A.Supp.465, And.1.125, Philem.130, etc.; ἐκ δένδρων Th.3.81; ὥστε μ' ἀπάγχεσθ' am ready to choke, Ar.Nu.988; ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Arr.Epict.2.20.31.

Spanish (DGE)

1 estrangular, ahogar, ahorcar νεβρόν Od.19.230, γαλῆν Ar.Pax 795, σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὰ τέκνα Plb.16.34.9, τὰ νήπια τῶν τέκνων Plu.Mar.27, ἑαυτόν Luc.Lex.11, en v. pas., Hp.Aph.2.43
en v. med. ahorcarse ἄξιον Ἐφεσίοις ... ἀπάγξασθαι Heraclit.B 121, ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος Hdt.2.131, ἐκ τῶν δένδρων τινὲς ἀπήγχοντο Th.3.81, οὐκ ἀπάγξομαι τάχυ; ¿no me colgaré enseguida? Men.Sam.91, cf. A.Supp.465, And.Myst.125, Philem.130, Arist.Pr.955a8, Phld.Mort.38.37, Plu.2.10c, Artem.2.50, Arr.Epict.2.20.31, LXX 2Re.17.23, To.3.10.
2 sofocar, irritar ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar.V.686
en v. med. angustiarse ὥστε μ' ἀπάγχεσθαι Ar.Nu.988
fig. maltratar en v. pas. σὺ γὰρ δὴ παρὰ φίλων ἀπάγχεαι Archil.211.8.
3 v. Ἀπαγχομένη y Ἀπαγχόμενος.

German (Pape)

[Seite 274] erdrosseln, Od. 19, 230; übh. quälen, ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar. Vesp. 686. – Med., sich erhenken, Ar. Nub. 975; Andoc. 1, 125; Xen. Cyr. 3, 1, 25 u. A.; ἀπάγξασθαι Her. 7, 232; ἀπαγξαίμην Ar. Nub. 776; ἐκ τῶν δένδρων, an den Bäumen, Thuc. 3, 81, wie Aesch. Suppl. 460.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάγχω: μέλλ. -άγξω, στραγγαλίζω, πνίγω, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Ὀδ. Τ. 230· γαλῆν ἀπ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 796, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 27, Λουκ. Λεξιφ. 11· ὅ μάλιστά μ’ ἀπάγχει, μὲ πνίγει, μὲ κάμνει νὰ σκάνω, Ἀριστοφ. Σφ. 686: ― Μέσ. καὶ παθ., ἀπαγχονίζω ἐμαυτόν, ἀπαγχονίζομαι, Ἀρχίλ. 61. Ἡρόδ. 2. 131, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Aἰσχύλ. Ἱκ. 465, Ἀνδοκ. 16. 28· ἐκ δένδρων Θουκ. 3. 81· ὥστε μ’ ἀπάγχεσθ’, ἤμην ἕτοιμος νὰ κρεμασθῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 988· ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 31.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπῆγξα;
étrangler, étouffer;
Moy. ἀπάγχομαι (ao. ἀπηγξάμην) se pendre.
Étymologie: ἀπό, ἄγχω.

English (Autenrieth)

throttle, part., Od. 19.230†.

English (Thayer)

(cf. Latin angustus, anxius, English anguish, etc.; Curtius, § 166): 1st aorist middle ἀπηγξαμην; to throttle, strangle, in order to put out of the way (ἀπό away, cf. ἀποκτείνω to kill off), Homer, Odyssey 19,230; middle to hang oneself, to end one's life by hanging: Aeschylus down.)

Greek Monolingual

ἀπάγχω (Α)
1. στραγγαλίζω, πνίγω
2. (-ομαι) αυτοκτονώ με απαγχονισμό.

Greek Monotonic

ἀπάγχω: μέλ. -άγξω, στραγγαλίζω, πνίγω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την οργή μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., απαγχονίζω τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην αγχόνη, απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι έτοιμος να κρεμαστώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάγχω: (aor. ἀπῆγξα) удавливать, душить (τινά Hom., Arph.; τινὰ ταῖς χερσίν Plut.; ἑαυτόν Luc.); med. удавливаться Her., Xen., Arph., Arst., Plut., вешаться (ἔκ τινος Aesch., Thuc.).

Middle Liddell


to strangle, throttle, Od., Ar.; to choke with anger, Ar.:—Mid. and Pass. to hang oneself, to be hanged, Hdt., attic: to be ready to choke, Ar.

Chinese

原文音譯:¢p£gcomai 阿普-昂何買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-緊壓 相當於: (חָנַק‎)
字義溯源:自己吊死,吊死,自縊;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出)與(ἀγρυπνία)X*=扼喉)組成;其中 (ἀγρυπνία)X出自(ἀγκάλη)=手臂),而 (ἀγκάλη)又出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 吊死了(1) 太27:5