πολύϊδρις
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
Ion. gen. ιος, Att. εως, ὁ, ἡ, of much knowledge, wisdom, Od.15.459, 23.82, Hes.Th.616, Alc.Supp.7.7, Ar.Eq.1068 (hex.); σίττη Arist.HA616b24, etc.; dat. πολυΐδριδι Sapph. 166.
German (Pape)
[Seite 663] ιος, att. εως, viel wissend, viel kundig, klug, listig; Od. 15, 459. 23, 82; Hes. Th. 616; Sappho in E. M. hat auch den dat. πολυΐδριδι.
French (Bailly abrégé)
ιος, ion. εως (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui sait beaucoup, prudent, habile.
Étymologie: πολύς, εἴδω.
Greek (Liddell-Scott)
πολύϊδρις: Ἰων. γεν. ιος, Ἀττ. εως, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ εἰδώς, πολυειδήμων, πολύπειρος, Ὀδ. Ο. 459, Ψ. 82, Ἡσ. Θεογ. 616, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· ― δοτ. πολυΐδριδι Σαπφὼ 158.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, και ιων. τ. πολυΐδριος -ον, Α
1. πολυΐδμων
2. πολύ συνετός
3. (κατ' επέκτ.) πανούργος («καὶ λέγεται φαρμακεία εἶναι, διὰ τὸ πολύϊδρις εἶναι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴδρις «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. α-ΐδρις].
Greek Monotonic
πολύϊδρις: Ιων. γεν. -ιος, Αττ. -εως, ὁ, ἡ (εἰδέναι), αυτός που έχει πολλές γνώσεις, μεγάλη σοφία και εξυπνάδα, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύϊδρις: εως, ион. ιος, эол. ιδος adj. многознающий, многоопытный Hom., Hes., Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύϊδρις -εως [πολύς, ἴδρις] Ion. gen. -ιος, Aeol. dat. πολυΐδριδι, veel wetend, slim:. ἤλυθ’ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρός er kwam een slimme man naar het paleis van mijn vader Od. 15.459.