δραστήριος

From LSJ
Revision as of 18:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραστήριος Medium diacritics: δραστήριος Low diacritics: δραστήριος Capitals: ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: drastḗrios Transliteration B: drastērios Transliteration C: drastirios Beta Code: drasth/rios

English (LSJ)

ον,
A active, efficacious, μηχανή A.Th.1046; φάρμακον E.Ion1185; ἀνὴρ δ. ἐς τὰ πάντα Th.4.81; τὸ δραστήριον = activity, energy, Id.2.63. Adv. δραστηρίως Ph.1.104, Jul.Ep.10, Hierocl. in CA26p.479M.
2 rarely in bad sense, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια = audacious deeds, E.Or.1554.
3 active, opp. passive, Plot.6.1.29; especially in Gramm., of verbs, D.H.Th.24. Adv. δραστηρίως = actively, efficaciously, vigorously Syrian. in Metaph.82.31.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. δρηστήριος Nonn.Par.Eu.Io.13.7
• Morfología: [fem. -α D.C.Epit.Xiph.78.15, Procl.in Prm.908, 918]
I 1eficaz, activo, drástico μηχανή A.Th.1041, φάρμακον E.Io 1185, de pers. ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δ. E.Hel.992, cf. Fr.688, ἄνδρα ... δραστήριον ... ἐς τὰ πάντα Th.4.81
fil. activo, eficiente δραστήριοι τῶν ὅλων ἀρχαί principios eficientes de todas las cosas Emp. en S.E.M.7.115, τὸ δ' ἄρρεν σφοδρόν τε καὶ δραστήριον Aristid.Quint.67.6, φύσις Plot.4.7.4, δύναμις Procl.in Prm.908, 918.
2 en sent. neg. expeditivo, peligroso δόλια καὶ δραστήρια E.Io 985, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια E.Or.1554, γυνὴ ... δραστηρία καὶ συνετή de Cleopatra, D.C.l.c.
3 gram., de la voz verbal activo δραστήρια ῥήματα op. παθητικά D.H.Th.24.5, An.Ox.3.272.15.
4 que produce, productor abs. Didym.Gen.165.11.
II subst.
1 τὸ δραστήριον = actividad τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, πάντας καθεῖλε τῷ νομίμῳ δραστηρίῳ Lyr.Adesp. en PAnt.115a.20, cf. M.Ant.6.48
τὸ δραστήριον = efectividad del estilo de Demóstenes, D.H.Dem.21.4.
2 ὁ δραστήριος = activista, agitador πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλήθους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρον D.C.23.3.
III adv. δραστηρίως = activamente, con eficacia ὅταν ... δ. ἐνεργῇ de la alegría, Ph.1.104, δραστηρίως καὶ δημιουργικῶς Syrian.in Metaph.82.31, cf. Iul.Ep.10.403d, Hierocl.in CA 26.9.

German (Pape)

[Seite 665] ον, thatkräftig, unternehmend; Eur. Hel. 998; ἐς τὰ πάντα Thuc. 4, 81, der τὸ δραστήριον, die Thatkraft, den Unternehmungsgeist, dem ἄπραγμον entgegensetzt, 2, 63; Plut. vrbdt τὸ δρ. καὶ τὸ γαῦρον Fab. 19. Von Sachen, wirksam, μηχανή Aesch. Spt. 1032; φάρμακον Eur. Ion 1185; – ῥήματα, verba activa, Ggstz παθητικά, Dion. Hal. iud. de Thuc. 24, öfter. – Adv., Philo. – Bei Nonn. ἔργα, des Dieners.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
actif en parl. de pers. ; ἀνὴρ δραστήριος ἐς τὰ πάντα THC homme prêt à toutes les entreprises, propre à tout ; τὸ δραστήριον, l'activité ; en parl. de choses efficace, énergique.
Étymologie: δράω.

Greek (Liddell-Scott)

δραστήριος: -ον, ἐνεργητικός, ἀποτελεσματικός, μηχανὴ Αἰσχύλ. Θήβ. 1041· φάρμακον Εὐρ. Ἴωνι 1185· δρ. ἐς τὰ πάντα Θουκ. 4. 81· τὸ δρ., δραστηριότης, ἐνεργητικότης, ὁ αὐτ. 2. 63· ἀντίθ. ἄπραγμον·- δρ. ῥῆμα, ἐνεργητικόν· ἀντίθ. παθητικόν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια, θρασέα ἔργα, Εὐρ. Ὀρ. 1554. 3) δουλικός, ἔργον Νόνν. Ἰω. ιγ΄, ἴδε ζ΄.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM δραστήριος, -ον, Μ και -ιος, -ία, -ον)
1. ενεργητικός, ικανός για δράση
2. γόνιμος, αποτελεσματικός
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει κακά αποτελέσματα, οδυνηρός
2. δουλικός.

Greek Monotonic

δραστήριος: -ον (δράω),·
1. ενεργητικός, αποτελεσματικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ δρ., δραστηριότητα, ενεργητικότητα, σε Θουκ.
2. με αρνητική σημασία, αυθάδης, ξεδιάντροπος, θρασύς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δραστήριος:
1) деятельный, энергичный, предприимчивый, тж. решительный (ἀνηρ δ. ἐς τὰ πάντα Thuc.; ὁρμῆσαι ἐνεργὸς καὶ δ. Plut.);
2) действительный, сильно действующий (μηχανή Aesch.; φάρμακον Eur.);
3) возбуждающий, поощряющий (ἔπαινος ἀρετῆς δ., sc. ἐστιν Plut.);
4) дерзкий, дерзновенный: τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια Eur. возмутительные и дерзкие поступки;
5) грам. активный, действительного залога (ῥήματα).

Middle Liddell

δραστήριος, ον adj adj δράω
1. vigorous, active, efficacious, Aesch., Eur.: τὸ δραστήριον activity, energy, Thuc.
2. in bad sense, audacious, Eur.

English (Woodhouse)

effective, efficacious, energetic, accomplish its object, potent efficacious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

active

Arabic: نَشِيط‎, عَامِل‎; Armenian: ակտիվ; Assamese: সক্ৰিয়; Asturian: activu; Azerbaijani: fəal; Belarusian: актыўны, дзейны, чынны; Bulgarian: деен, активен; Catalan: actiu; Chinese Mandarin: 活性, 積極, 积极; Czech: aktivní, činný; Danish: aktiv; Dutch: actief; Erzya: эряза; Estonian: tegev; Finnish: aktiivinen; French: actif; Galician: activo; German: aktiv; Ancient Greek: πρακτικός; Hebrew: פָּעִיל‎; Ido: aktiva; Italian: attivo; Japanese: 活動的; Kazakh: белсенді; Korean: 활동적; Latin: activus; Latvian: aktīvs, darbīgs; Macedonian: активен; Malay: giat, aktif; Malayalam: സജീവ; Middle English: actyf; Norman: acti; Norwegian: aktiv; Persian: آکتیو‎, کاری‎, کنشور‎; Polish: aktywny, czynny; Portuguese: ativo; Romanian: activ; Russian: активный, деятельный; Serbo-Croatian Cyrillic: а̏ктӣван; Roman: ȁktīvan; Slovak: aktívny, činný; Slovene: aktíven, dejáven; Spanish: activo; Swedish: aktiv; Tagalog: aktibo; Turkish: aktif; Ukrainian: активний, діяльний

energetic

Arabic: نَشِيط‎; Asturian: enérxicu; Bulgarian: енергичен, активен; Catalan: enèrgic, ple d'energia; Chinese Mandarin: 積極, 积极, 有活力; Esperanto: energia; Finnish: energinen, tarmokas, toimelias, tomera; French: énergique, énergétique; Galician: enérxico; German: energisch, energiegeladen; Energie besitzend; Ido: energioza, energiala; Italian: energico; Japanese: 精力的, エネルギッシュ; Latin: vegetus, navus, actuosus; Latvian: enerģisks, možs, mundrs, izdarīgs; Luxembourgish: energesch; Maori: pākahukahu, hōriri, hohe; Occitan: energic; Polish: energiczny; Portuguese: enérgico; Romanian: energetic; Russian: энергичный, активный; Spanish: enérgico; Swedish: energisk, livlig