Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποστορέννυμι

From LSJ
Revision as of 18:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

French (Bailly abrégé)

f. ὑποστορῶ, ao. ὑπεστόρεσα;
étendre des tapis, des couvertures (cf. ὑποστρώννυμι).
Étymologie: ὑπό, στορέννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστορέννῡμι: ἢ μᾶλλον ὑποστόρνῡμι (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8, 19, Αἰλ. π. Ζῴων 9. 26, κτλ.)· ὡσαύτως ὑποστρώννυμι ἢ -ύω, Πλουτ. Ἀρτοξ. 22, Ἀθήν. 48D ― μέλλ. -στορέσω, ἀόρ. -εστόρεσα Ὅμ., Ἀριστοφ., κλπ., ὡσαύτως -στρώσω, ἀόρ. -έστρωσα Εὐρ. κλπ.· Ἀττ. μέλλ. ὑποστορῶ Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1· ὑπερσ. ὑπεστρώκειν Βαβρ. παρὰ Σουΐδ.· παθ. ὑπέστρωμαι Ἰλ., κλπ.· παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ὑπεστόρεσμαι καὶ -ημαι. ― στρώνω ὑποκάτω, κυρίως ἐπὶ ὑποστρωμάτων, ἡ μὲν δέμνι’ ἄνωγεν ὑποστορέσαι δμωῇσιν Ὀδ. Υ. 139· ὑποστρώσεις τρίκλινον Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 10· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὑποστόρεσαι τῆς ὀριγάνου, «στρῶσε ὀλίγην ῥίγανην ὑποκάτω», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030· λέκτρα ὑποστορέννυμί τινι, στρώνω τὴν κλίνην τινός, δηλ. χρησιμεύω ὡς γυνὴ αὐτοῦ, ἵνα μὴ λέκτρ’ ὑποστρώσω τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 59· ― ἀπολ., στρώνω εἴς τινα, κάμνω τὸ κρεββᾶτί του, οὐκοῦν ὑποστορεῖτε μαλακῶς τῷ κυνί; Εὔβουλ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀθήν. 48D· ― παθ., εὗδ’, ὑπὸ δ’ ἔστρωτο ῥινὸν βοὸς Ἰλ. Κ. 155· αἱ εὐναὶ ὑποστόρνυνται Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπ. στρώμαθ’ ἁλουργῆ Ἀναξανδρ. 1. 6· ᾗ χαλκὸς ὑπέστρωται, ὑφ ἣν εἶναι ὑπεστρωμένος χαλκός, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47. 2) μεταφ., χεῖρας ὑπ. κέρδεσιν, ἐπὶ τῆς χειρὸς προτεινομένης πρὸς παραλαβὴν χρημάτων, Ἀνθ. Πλαν. 272· γαλήνην ὑπ. ταῖς τριήρεσιν Θεμίστ. 133Β. ΙΙ. στρώνω ὑποκάτω μέ τι πρᾶγμα, ἅλω οἰνάροις ὑπεστρώκει Βαβρ. ἐν λ. οἴναρα.

Greek Monotonic

ὑποστορέννῡμι: ή καλύτερα -στόρνυμι, επίσης στρώννυμι ή -ύω· μέλ. -στορέσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα· επίσης -στρώσω, αόρ. αʹ -έστρωσα, παρακ. ὑπέστρωκα· Παθ., ὑπέστρωμαι· αλείφω, απλώνω, τοποθετώ ή στρώνω κάτω από· ιδίως, λέγεται για κλινοσκεπάσματα, δέμνια ὑποστορέσαι, σε Ομήρ. Οδ.· λέκτρα ὑποστρῶσαί τινι, στρώνω το κρεβάτι για κάποιον, δηλ. τον υπηρετό ως σύζυγος, σε Ευρ. — Παθ. αἱ εὐναὶ ὑποστόρνυνται, σε Ξεν.· ᾗ χαλκὸς ὑπέστρωται, η οποία είχε ως υπόστρωμα χαλκό, παρ' Ηροδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστορέννῡμι: и ὑποστόρνῡμι тж. med. подстилать (τὰς εὐνὰς μαλακῶς ὑποστόρνυσθαι Xen.): ὑποστορέσαι δέμνια Hom. приготовить постель; ὑποστορέσασθαι τῆς ὀριγάνου Arph. устроить подстилку из цветов душицы - см. тж. ὑποστρώννυμι.

Middle Liddell

-στόρνυμι -στρώννυμι -ύω fut. -στορέσω aor1 -εστόρεσα also -στρώσω aor1 -έστρωσα perf. ὑπέστρωκα pass. ὑπέστρωμαι
to spread, lay or strew under, esp. of bed-clothes, δέμνια ὑποστορέσαι Od.; λέκτρα ὑποστρῶσαί τινι to make his bed for a man, i. e. serve him as a wife, Eur.:—Pass., αἱ εὐναὶ ὑποστόρνυνται Xen.; ᾗ χαλκὸς ὑπέστρωται which has copper laid under it, ap. Hdt.