ὑπερδέξιος
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
ον, A lying above one on the right hand, εἶχον ὑ. χωρίον . . χαλεπώτατον, καὶ ἐξ μριστερᾶς . . ποταμόν, v.l. for ὑπὲρ δεξιῶν in X.An. 4.8.2. II simply, lying above or over, ὑ. χωρίον higher ground, ib.3.4.37, etc.; γὰ ὑ. ib.5.7.31, cf. Aen. Tact.1.2; ἐξ ὑπερδεξίου from above, X.HG7.4.13, Plb.2.3.6, etc.; ἡ ἐξ ὑ. τάξις up-stream, Id.3.43.3; ἐκ τῶν ὑ. X.HG4.2.14; ἐξ ὑπερδεξίων Luc. Tim.45, Paus.4.29.4: c. gen., commanding from above, or simply above, λόφος ὑ. τῷν πολεμίων Plb.1.30.7, cf. 10.30.7; τοῦ τείχους Id.8.4.9: also of streams, ἔστιν ἡ Σηστὸς ὑ. τοῦ ῥοῦ up-stream with regard to the current, Str.13.1.22. 2 metaph., superior, having the advantage in a thing, τῷ πολέμῳ Plb.5.102.3, etc.; victorious over, ὑ. τῆς κακίας τὴν ἀρετήν Plu.Num. 20; ὑ. ἐγένετο τοῦ λοιμοῦ, i. e. he recovered, Ruf.Fr.114. 3 c.gen., convenient for, ὑ. χωρίον τοῦ ἀποκρούεσθαι τὴν ἔφοδον Arr.Tact.9.2.
German (Pape)
[Seite 1193] vornhin zur rechten Hand gelegen, Xen. An. 4, 8, 2, vgl. 3, 4, 37. 5, 7, 31 Hell. 4, 2, 14, u. öfter, wo es überall auch bedeutet »darüber gelegen«, »höher liegend, stehend«; τινός, τόπος ὑπερδέξιος πολεμίων Pol. 1, 30, 7, u. öfter. – Dah. übtr., überlegen, im Vortheil, τινός, über Einen, τινί, worin, Pol. 10, 30, 7, τῷ πολέμῳ, τοῖς δικαίοις, 5, 102, 3. 27, 4, 2; Sp., wie Plut. Num. 20, ἐγκρατῆ καὶ ὑπερδέξιον τῆς κακίας τὴν ἀρετὴν καταστῆσαι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 situé à droite dans une position dominante;
2 en gén. qui est dans une situation favorable au-dessus de : ὑπερδέξιον χωρίον XÉN emplacement bien situé et dominant ; τὰ ὑπερδέξια XÉN positions fortes et dominantes ; ἐξ ὑπερδεξίου XÉN, ἐκ τῶν ὑπερδεξίων XÉN, ἐξ ὑπερδεξίων LUC d’une position forte et dominante;
3 fig. qui l'emporte sur, gén..
Étymologie: ὑπέρ, δεξιός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερδέξιος: 3
1) расположенный (справа и) выше (χωρίον Xen.): λόφος ὑ. τῶν πολεμίων Polyb. высота, господствующая над позициями неприятеля;
2) одерживающий (одержавший) верх, сильный, мощный, властный (Ἀπόλλων Plut.): ὑ. τῷ πολέμῳ ποιεῖσθαι τὴν διάλυσιν Polyb. достаточно сильный, чтобы положить конец войне, т. е. навязать противнику условия мира; ὑπερδέξιον τῆς κακίας τὴν ἀρετὴν καταστῆσαι Plut. обеспечить добродетели торжество над пороком.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερδέξιος: -ον, ὁ κείμενος ὑπεράνω τινὸς κατὰ τὰ δεξιά, εἶχον ὑπ. χωρίον... χαλεπώτατον, καὶ ἐξ ἀριστερᾶς... ποταμὸν Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 2, ἔνθα ἴδε Hutchinson πρβλ. ἐπιδέξιος. ΙΙ. ἁπλῶς ὁ κείμενος ὑπεράνω τινός, ὑπ. χωρίον, τόπος ὑψηλότερος, αὐτόθι 3. 4, 37, κλπ.· τὰ ὑπερδέξια αὐτόθι 5. 7, 31· ἐξ ὑπερδεξίου, ἄνωθεν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 13, Πολύβ. κλπ.· εἶχον δὲ τὴν μὲν ἐξ ὑπερδεξίου καὶ παρὰ τὸ ῥεῦμα τάξιν οἱ λέμβοι αὐτόθι 3. 43. 3· ἐκ τῶν ὑπερδεξίων Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 14· ἐξ ὑπερδεξίων Λουκ. Τίμ. 45, Παυσ.· ― μετὰ γεν., κεῖμαι ὑπεράνω τινός, λόφος ὑπερδέξιος τῶν πολεμίων Πολύβ. 1. 30, 7· τοῦ τείχους ὁ αὐτ. 10. 30, 7, κλπ.· ― ὡσαύτως ἐπὶ ποταμῶν, ἔστιν ἡ Σηστὸς ὑπ. τοῦ ῥοῦ, ἀνωτέρου τῶν πηγῶν τοῦ ποταμοῦ, Στράβ. 591. 2) μεταφ., ἀνώτερος, προέχων ἔν τινι πράγματι, τινι Πολύβ. 5. 102, 3, κλπ.· νικητής, ἀνώτερος, τινος Πλουτ. Νουμ. 20.
Greek Monolingual
-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α δεξιός
1. αυτός που βρίσκεται δεξιά και ψηλότερα από κάτι άλλο («εἶχον ὑπερδέξιον χωρίον... χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾱς... ποταμόν», Ξεν.)
2. αυτός που βρίσκεται ψηλότερα (α. «λόφος ὑπερδέξιος τῶν πολεμίων», Πολ.
β. «καταλαμβάνουσι χωρίον ὑπερδέξιον οἱ βάρβαροι», Ξεν.)
3. ανώτερος, υπέρτερος σε κάτι («ὑπερδέξιος τῷ πολέμῳ», Πολ.)
4. νικητής («ὑπερδέξιον τῆς κακίας τὴν ἀρετὴν καταστῆσαι», Πλούτ.)
5. (με γεν.) κατάλληλος για κάτι («ὑπερδέξιον χωρίον τοῦ ἀποκρούεσθαι τὴν ἔφοδον», Αρρ.)
6. φρ. «ἐξ ὑπερδεξίου» ή «ἐξ ὑπερδεξίων» — από πάνω, από ψηλά (Ξεν.).
-ά, -ό, Ν δεξιός
αυτός που έχει πολύ συντηρητικές πολιτικές ή κοινωνικές αντιλήψεις, άκρως δεξιός («υπερδεξιό δημοσιογραφικό όργανο»).
Greek Monotonic
ὑπερδέξιος: -ον, 1. αυτός που απλώνεται πάνω από κάτι προς τα δεξιά, σε Ξεν.· απλώς, αυτός που βρίσκεται πάνω από, ὑπερδέξιον χωρίον, υψηλότερος τόπος, στον ίδ.· τὰ ὑπερδέξια, στον ίδ.· ἐξ ὑπερδεξίου, από επάνω, στον ίδ.· με γεν., αυτός που δεσπόζει, κυριαρχεί επάνω σε, σε Πολύβ.
2. μεταφ., αυτός που υπερέχει σε κάτι, στον ίδ.· νικητής, ανώτερος, τινος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑπερ-δέξιος, ον,
1. lying above one on the right hand, Xen.:—simply, lying above, ὑπ. χωρίον higher ground, Xen.; τὰ ὑπερδέξια Xen.; ἐξ ὑπερδεξίου from above, Xen.: —c. gen. commanding from above, Polyb.
2. metaph. having the advantage in a thing, Polyb.: victorious over, τινος Plut.