πολεύω

From LSJ
Revision as of 23:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεύω Medium diacritics: πολεύω Low diacritics: πολεύω Capitals: ΠΟΛΕΥΩ
Transliteration A: poleúō Transliteration B: poleuō Transliteration C: poleyo Beta Code: poleu/w

English (LSJ)

= πολέω (go about, haunt, revolve, turn up, plough, range over)
I intr., turn or go about, κατὰ ἄστυ πολεύω = go about the city, i.e. live therein, Od.22.223; ὁ πολεύων, in Astrol., the planet presiding over a day, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, PMag.Leid.W.5.47, Paul.Al.I.3; ὄψῃ τοὺς πολεύοντας ἀναβαίνοντας εἰς οὐρανὸν θεούς, ἄλλους δὲ καταβαίνοντας PMag.Par.1.545, cf. Iamb.Myst.3.30.
II trans., turn up the soil with the plough, γᾶν… ἱππείῳ γένει π. S.Ant. 341 (lyr.).—Poet. and late Prose.

German (Pape)

[Seite 654] (vgl. πόλος u. πολέω), 1) sich herumdrehen, herumbewegen, κατὰ ἄστυ πολεύειν, d. i. sich in der Stadt aufhalten, daselbst leben, Od. 22, 223. – 2) trans., umwenden, z. B. γῆν, beim Pflügen, Soph. Ant. 342; – ψυχὴν πολεύειν, sein Leben führen, Eur., s. Valck. diatr. p. 246.

French (Bailly abrégé)

1 tr. tourner, retourner (la terre avec la charrue) acc.;
2 intr. se mouvoir : κατὰ ἄστυ OD à travers une ville, càd y vivre.
Étymologie: πόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεύω [πολέω] met acc. omwoelen:. γᾶν... ἱππείῳ γένει πολεύων de aarde omwoelend met paarden Soph. Ant. 341. intrans. rondlopen:. κατὰ ἄστυ πολεύειν zich in de stad ophouden Od. 22.223.

Russian (Dvoretsky)

πολεύω:
1) вращаться, т. е. пребывать, обитать Hom.;
2) выворачивать, т. е. взрывать, пахать (γᾶν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεύω: ὡς τὸ πολέω, Ι. ἀμεταβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύειν, περιφέρεσθαι ἀνὰ τὴν πόλιν, δηλ. ζῆν ἐν αὐτῇ, Ὀδ. Φ. 223· ― ὁ πολεύων, ὁ κυριεύων πλανήτης, Παυλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 10· οὕτως, οἱ π. θεοὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλίχου. ΙΙ. μεταβ., ἀροτριῶ τὴν γῆν, ἀνασκάπτω, διὰ τοῦ ἀρότρου, γᾶν... ἱππείῳ γένει π. Σοφ. Ἀντ. 340· αὔλακα Ρήτορες (Walz) 1. 498· ― Μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις.

English (Autenrieth)

move or live in, inf., Od. 22.223†.

Spanish

presidir el polo

Greek Monolingual

Α
1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ' ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.)
2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων
ο πλανήτης που κυριαρχεί μια συγκεκριμένη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πολεύω έχει παραχθεί ή από το ουσ. πόλος ή από την ετεροιωμένη βαθμίδα του πέλομαι + κατάλ. -εύω].

Greek Monotonic

πολεύω: όπως το πολέω, μόνο στον ενεστ.,
I. αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύω, συχνάζω στην πόλη, δηλ. ζω εκεί, σε Ομήρ. Οδ.
II. μτβ., σκάβω τη γη με το άροτρο, σε Σοφ.

Middle Liddell

πολεύω like πολέω, only in pres.]
I. intr. to turn about, Lat. versari, κατὰ ἄστυ π. to go about the city, i. e. live therein, Od.
II. trans. to turn up the soil with the plough, Soph.