θύρωμα

From LSJ
Revision as of 13:09, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρωμα Medium diacritics: θύρωμα Low diacritics: θύρωμα Capitals: ΘΥΡΩΜΑ
Transliteration A: thýrōma Transliteration B: thyrōma Transliteration C: thyroma Beta Code: qu/rwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, A doorway (including posts, sill, and lintel), IG12.372.78, 11(2).287 A 77 (Delos, iii B.C.), Thphr.HP3.14.1, Callix. 2, Hsch. s.v. θύρετρα; τὸ μέγα θ. OGI193.10 (Branchidae); τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ. ib.734 (Egypt, ii B.C.); διξὰ θ. Hdt.2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, Pl.Plt.280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3. II panel, tablet, Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138. 2 in plural, planks, boards, D.S.20.86. III window, LXX3 Ki.7.42(5) (pl.).

German (Pape)

[Seite 1228] τό, ein mit Thüren versehener Raum, Zimmer, Her. 2, 169. – Das als Thür Gebrauchte, die Thür, bes. im plur., Thuc. 3, 68; Lys. 19, 31; τὰ θυρώματα ἀποσπάσας Dem. 29, 3; Sp., wie D. Sic. 5, 46. – Von thürförmigen Gesetztafeln, Archyt. Stob. Flor. 43, 95. 134. – Auch = θυρίς, D. Sic. 20, 86.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chambre garnie de portes;
2 porte avec ses jambages, ses gonds, etc.
3 fenêtre.
Étymologie: θυρόω.

Greek Monolingual

το (Α θύρωμα) θυρώ
το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα
νεοελλ.
τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών
αρχ.
1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χάραξη νόμου ή για την ανάρτηση πλάκας πάνω στην οποία ήταν χαραγμένος ο νόμος, πινακίδα
2. σανίδωμα για προσωρινό φραγμό, μπάρα
3. παράθυρο
4. στον πληθ. τὰ θυρώματα
σπηλαιώδης εσοχή σαν δωμάτιο στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με θύρα και χρησίμευε για την απόθεση λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.