κρουνός

From LSJ
Revision as of 14:42, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουνός Medium diacritics: κρουνός Low diacritics: κρουνός Capitals: ΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: krounós Transliteration B: krounos Transliteration C: krounos Beta Code: krouno/s

English (LSJ)

ὁ, A spring, well head, whence streams (πηγαί) issue, Il.22.147, 208; χείμαρροι ποταμοὶ… κρουνῶν ἐκ μεγάλων 4.454, cf. Pi.O.13.63, Men. 530.22, PLond.3.1177.290 (ii A. D.), etc.; κρουνοὶ κρηναίου ποτοῦ S. Tr.14. 2 metaph., κρουνὸς αἵματος = stream of blood E.Rh.790, cf. Hec.568; κρουνοὶ Ἁφαίστοιο = streams of lava from Etna, Pi.P.1.25; of streaming perspiration, Hp.Aph.7.85, Lib.Ep.316.3: metaph., torrent of words, θαρρῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει Ar.Ra.1005. 3 watercourse, Str.5.3.8. 4 spout, nozzle, Hero Spir.2.25, al.

German (Pape)

[Seite 1514] ὁ, (verwandt mit κρήνη u. mit κρούω), der Spring, Quell, Springbrunnen, wo das Wasser stark u. mit Geräusch hervordringt; καλλίῤῥοος Il. 22, 147; Quelle der Giesbäche, 4, 452; Pind. Ol. 13, 61, der auch κρουνοὺς Ἡφαίστου δεινοτάτους ἀναπέμπει von Feuerströmen des Aetna sagt, P. 1, 25; αἵαατος Eur. Rhes. 790; auch vom Strom der Rede, θαῤῥῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει Ar. Ran. 1005. – Canal od. Brunnen, Strab. VIII, 343. – Auch der Hahn an einem Gefäße, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jet d'une source ; source, fontaine.
Étymologie: cf. κρήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρουνός -οῦ, ὁ bron, fontein:; Ἁφαίστοιο κρουνοὺς δεινοτάτους de meest verschrikkelijke fonteinen van Hephaestus Pind. P. 1.25; κρουνοὶ διερραίνοντο κρηναίου ποτοῦ fonteinen van bronwater stroomden overal Soph. Tr. 14; overdr.: θαρρῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει laat je fontein (van woorden) maar rustig spuiten Aristoph. Ran. 1005.

Russian (Dvoretsky)

κρουνός:
1) родник, источник, ключ (καλλιρροος Hom.);
2) обильная струя, поток (κρηναίου ποτοῦ Soph.; αἵματος Eur.; ὕδατος Arst.): κρουνοὶ Ἁφαίστοιο Pind. потоки Гефеста, т. е. огненной лавы; τὸν κρουνὸν ἀφιέναι Arph. давать волю потоку (красноречия).

Greek (Liddell-Scott)

κρουνός: -οῦ, ὡς τὸ κρήνη, ἡ πρώτη πηγή, ἐξ ἧς λαμβάνουσι τὴν ἀρχὴν αἱ πηγαί, Ἰλ. Χ. 147, 208 (πρβλ. πηγή)· χείμαρροι ποταμοί... κρουνῶν ἐκ μεγάλων Δ. 454, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 90· κρουνοὶ κρηναίου ποτοῦ Σοφ. Τρ. 14· κρουνὸς αἵματος Εὐρ. Ρῆσ. 790, πρβλ. Ἑκ. 568· οὕτω, κρουνοὶ Ἡφαίστου, ῥεύματα «λάβας» ἐκ τῆς Αἴτνης, Πινδ. Π. 1. 48· ἐπὶ ἀφθόνως ῥέοντος ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ― χείμαρρος λόγων, θαρρῶν τὸν κρ. ἀφίει Ἀριστοφ. Βάτρ. 1005. 2) ὀχετὸς ὕδατος, Στράβ. 235, 343.

English (Autenrieth)

source, spring. (Il.)

English (Slater)

κρουνός spring ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν (i. e. τοῖς ῥεύμασι τῆς Πειρήνης. Σ.) (O. 13.63) met., κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.25)

Greek Monolingual

ο (AM κρουνός)
1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση
2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ' ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῖνο δ' Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)
νεοελλ.
βρύση, κρήνη
αρχ.
1. κεφαλόβρυσο, κύρια πηγή
2. ρεύμα νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουνός < IE krosno-, με σίγηση του -s- και αντέκταση
συνδέεται με γερμανικές λ. που σημαίνουν «κύμα, κρουνός» (πρβλ. αρχ. νορβ. hronn, αγγλοσαξ. hroen, hoern). Για την πιθανή σύνδεση της λ. κρουνός με τον τ. κρήνη βλ. λ.
ΠΑΡ. κρουνηδόν
αρχ.
κρουναίος, κρουνείον, κρουνία, κρουνίζω, κρουνίσκος, κρουνίτης, κρούνωμα
αρχ.-μσν.
κρουνίον
νεοελλ.
κρουνιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρουνοχυτρολήραιος. (Β συνθετικό) δίκρουνος, εννεάκρουνος, πολύκρουνος
νεοελλ.
μονόκρουνος].

Greek Monotonic

κρουνός: -οῦ, ὁ, βρύση, πηγή, στόμιο πηγαδιού, απ' όπου εκρέουν οι πηγές (πηγαί), σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, κρουνοὶ Ἡφαίστου, ποτάμια λάβας από την Έτνα, σε Πίνδ.· μεταφ., χείμαρρος λόγων, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: source, well head, stream, torrent, also as GN (Il.).
Compounds: Compp., e.g. Ἐννεά-κρουνος name of a source on the Hymettos (Hdt., Th.).
Derivatives: Diminut. κρουνίον (Hdn.), -ίσκος (sch.); further κρουν-εῖον a cup (Kom.), -ωμα flood (Emp. 6, 3), -ίτιδες (νύμφαι, Orph.), -ηδόν source-like (LXX, Ph.); κρουνίζω, -ομαι issue a stream, resp. catch (com.) with -ισμός flood, douche (Aq., medic.), -ισμα stream, -ισμάτιον small gushing, small spout (Hero). - κροῦναι κρῆναι τέλειαι H.
Origin: IE [Indo-European] [??] *kros- wave, flood
Etymology: Prob. from *κροσνός to κρήνη, s. v.

Middle Liddell

κρουνός, οῦ,
a spring, well-head, whence the streams (πηγαί) issue, Il., Soph.; so, κρουνοὶ Ἡφαίστου streams of lava from Etna, Pind.: metaph. a torrent of words, Ar.

Frisk Etymology German

κρουνός: {krounós}
Grammar: m.
Meaning: Quell, Springquell, Flut, Strom, auch als ON (vorw. poet. seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. Ἐννεάκρους N. einer Quelle am Hymettos (Hdt., Th. u. a.).
Derivative: Davon die Deminutiva κρουνίον (Hdn.), -ίσκος (Sch.); ferner κρουνεῖον Art Trinkgefäß (Kom.), -ωμα Flut (Emp. 6, 3), -ίτιδες (νύμφαι, Orph.), -ηδόν quellenartig (LXX, Ph.u.a.); κρουνίζω, -ομαι ‘einen Strom entlassen, bzw. auffangen’ (Kom. u. a.) nnt -ισμός Flut, Brause (Aq., Mediz.), -ισμα Strom, -ισμάτιον kleiner Ausguß, schmale Tülle (Hero). — κροῦναι κρῆναι τέλειαι H.
Etymology: Wohl aus *κροσνός zu κρήνη, s. d.
Page 2,27

Translations

Afrikaans: bron; Albanian: burim; Arabic: عَيْن‎, يَنْبُوع‎; Moroccan Arabic: عْيْن‎; Aragonese: fuent; Armenian: աղբյուր, ակ, ակունք, ակունք; Assamese: উঁহ, পুং; Assyrian Neo-Aramaic: ܢܸܒ݂ܥܵܐ‎; Asturian: fonte, fuente; Atong: tyimuk; Avar: ицц; Azerbaijani: bulaq; Baluchi: چمگ‎; Bashkir: шишмә; Basque: iturri; Belarusian: жарало, крыні́ца; Bikol Central: burabod; Breton: eienenn eien, andon, mammenn; Bulgarian: извор; Catalan: font, deu; Cebuano: tubod; Chinese Mandarin: 泉, 源泉; Min Dong: 泉; Classical Nahuatl: āmēyalli; Czech: zřídlo, pramen; Danish: kilde; Dutch: bron, wel; Eastern Bontoc: fofon, ogwor; Esperanto: fonto; Estonian: allikas, läte, veesilm; Finnish: lähde; Franco-Provençal: font; French: source; Galician: fonte, manancial, manadeiro, gorgolo, xurre, rieiro, corga, troa, olleiro; Garo: chimik; Georgian: წყარო; German: Quelle; Greek: πηγή; Ancient Greek: πηγή, κρήνη; Hawaiian: puna; Hebrew: מַעְיָן‎; Higaonon: tubod; Hindi: चश्मा; Hungarian: forrás; Icelandic: lind, uppspretta, brunnur, vatnsrás; Ido: fonto; Ilocano: ubbog; Indonesian: mata air; Interlingua: fonte; Irish: foinse; Italian: fonte, sorgente; Japanese: 泉, 温泉; Kashaya: ʔahqʰa; Kazakh: бұлақ; Korean: 샘; Kurdish Central Kurdish: کانی‎; Laki: کەنی‎; Northern Kurdish: kanî, kehnî; Southern Kurdish: کیەنی‎; Kyrgyz: булак; Lao: ນ້ຳພຸ; Latgalian: olūts; Latin: scatebra, scaturgo; Latvian: avots; Lithuanian: šaltinis, versmė, verdenė; Lubuagan Kalinga: uud; Luxembourgish: Quell; Macedonian: извор, вруток; Malay: mata air; Maltese: nixxiegħa, għajn; Manchu: ᡧᡝᡵᡳ; Mansaka: tobod; Maori: puna, kōmanawa; Meänkieli: kaltio; Mòcheno: prunn; Middle English: spryng; Mongolian Cyrillic: булаг; Mongolian: ᠪᠤᠯᠠᠭ; Ngazidja Comorian: dzitso la madji; Norman: r'source; Norwegian Bokmål: kilde; Occitan: font; Ojibwe: dakib; Old French: fontaine; Persian: چشمه‎, خانی‎; Polish: źródło, zdrój, krynica; Portuguese: fonte, manancial; Quechua: pukyu; Romani: zvoro; Romanian: izvor; Russian: источник, ключ, родник, студенец; Sardinian: mitza; Scottish Gaelic: fuaran; Serbo-Croatian Cyrillic: ѝзвор; Roman: ìzvor; Sicilian: fonti, funti; Slovak: žriedlo, prameň; Slovene: izvír; Southern Kalinga: chagsi; Spanish: fuente, manantial, vertiente; Swahili: kisima; Swedish: källa; Tagalog: bukal, batis; Tajik: чашма; Tatar: чишмә; Thai: น้ำพุ; Tibetan: ཆུ་མིག; Tocharian B: ālme; Turkish: kaynak, pınar, bulak, memba; Turkmen: çeşme; Tuwali Ifugao: ob-ob, hobwak, otbol; Ugaritic: 𐎐𐎁𐎋; Ukrainian: джерело, криниця; Urdu: چشمہ‎; Uyghur: بۇلاق‎; Uzbek: buloq, chashma; Venetian: fontego, fóntego; Walloon: sourdant, sourdon, sourd, fontinne; Waray-Waray: burabod; Welsh: ffynnon; West Frisian: welle; Yagnobi: чишма; Yiddish: קוואַל‎, קרעניצע‎; Zazaki: çıme, çem

Mantoulidis Etymological

(=πηγή). Συνώνυμο μέ τό κρήνη.
Παράγωγα: κρουναῖος, κρουνηδόν, κρουνίζω (=χύνω νερό), κρουνίσκος, κρούνισμα, κρουνισμός.