φυσαλλίς
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A bladder, bubble, Luc.Cont.19.
II a wind instrument, a kind of pipe, aulos, Ar.Lys.1245 (pl.).
III = physallis, ἁλικάκκαβος 1, Ps.-Dsc.4.71, Paul.Aeg.3.45.
IV bolus, pill, Aen. Gaz.Ep.20.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
bulle.
Étymologie: φῦσα.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσαλλίς: -ίδος, ἡ, πομφόλυξ, φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας λέγω ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, εἶδος αὐλοῦ, λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. φυτόν τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, εἶδος στρύχνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72.
Greek Monolingual
η / φυσαλλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α
σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ' ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, μικρή περιγεγραμμένη έξαρση της επιδερμίδας η οποία περιέχει διαυγές κατά κανόνα υγρό, κν. φουσκάλα
2. (στον λόγ. τ. φυσαλίς) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη
3. φρ. «μαγνητικές φυσαλλίδες»
(τεχνολ.-φυσ.) μαγνητικές περιοχές πολύ μικρών διαστάσεων, της τάξης του ενός μικρομέτρου, οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργούνται, να μετακινούνται και να καταστρέφονται στο εσωτερικό ορισμένων μαγνητικών υλικών
αρχ.
1. μτφ. ανούσιος λόγος («τοιαῦται τοῦ λογογράφου νοημάτων αἱ φυσαλίδες», Γρηγ. Ναζ.)
2. πνευστό μουσικό όργανο
3. βοτ. ονομασία φυτού
4. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -αλλίς (πρβλ. θρυαλλίς, συκαλίς, συκαλλίς, τρωξαλλίς)].
Mantoulidis Etymological
-ίδος (=φουσκαλίδα). Ἀπό τό φυσάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.