ἀδιάφθορος

From LSJ
Revision as of 22:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάφθορος Medium diacritics: ἀδιάφθορος Low diacritics: αδιάφθορος Capitals: ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: adiáphthoros Transliteration B: adiaphthoros Transliteration C: adiafthoros Beta Code: a)dia/fqoros

English (LSJ)

ον, A not affected by decay, Antyll. ap. Orib.46.22.3; uncorrupted, chaste, Pl.Phdr.252d; απ' ὀρθῆς. . καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς D.18.298, cf. Men. 984, D.S.1.59, Plu.2.5e. Adv. -ρως, ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137. 2 of judges, incorruptible, Pl.Lg.768b; of witnesses, Arist.Rh.1376a17; of magistrates, Id.Pol.1286a39 (Comp.), cf. IG2.240b13. Sup. Adv. -ώτατα Pl.l.c. II imperishable, Pl.Phd.106e.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de abstr. incorruptible, imperecedero, indestructible del alma, Pl.Phd.106e, cf. Phdr.245d, τὴν τοῦ σώματος διαμονὴν ἀδιάφθορον φυλάττεσθαι ἀδύνατον Procl.in R.2.153, cf. Apoc.Esd.1.20
sano, no estropeado o alterado αἴσθησις Arist.EE 1236a1, cf. Pr.893a21, οἶνος Gp.7.20.6.
2 gener. de pers., en sent. moral incorrupto, incontaminado, puro χορευτής de un dios, Pl.Phdr.252d, cf. Men.Fr.516, D.S.1.59, λόγος Plu.2.5e, Erot.Fr.Pap.Nin.A 1.18, A 2.18, 35
de jueces, políticos, etc. incorruptible, insobornable, íntegro δικαστής Pl.Lg.768b, cf. 918e, D.18.298, Arist.Pol.1286a39, IG 22.457b.13 (IV a.C.), de testigos, Arist.Rh.1376a17
fiel, leal c. dat. de pers. ὁ Κέφαλος ... εἰ συμμένειν ἀ. αὐτῷ Ant.Lib.41.2.
II adv. -ως de manera pura ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non corrompu;
2 incorruptible;
3 impérissable.
Étymologie: , διαφθείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀδιάφθορος -ον διαφθείρω
1. integer, onkreukbaar:; ὡς οἷόν τε ἀδιαφθορώτατα zo onkreukbaar mogelijk Plat. Lg. 768b; onverwoestbaar:. τὸ ἀθάνατον καὶ ἀδιάφθορόν ἐστί het onsterfelijke is ook onverwoestbaar Plat. Phaed. 106e1.
2. onbedorven, ongecorrumpeerd:; ἐλευθέραν καὶ ἀδιάφθορον vrij en ongecorrumpeerd Plut. Art. 26.8; uitbr.. σῶν καὶ ἀδιάφθορον ongedeerd en niet vernietigd Plat. Phaed. 106e7.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάφθορος:
1) неиспорченный (ὕδωρ Plat.);
2) чистый, беспримесный (χρυσός Plut.);
3) неиспорченный, неразвращенный, непорочный (ψυχή Dem.; παρθένος Plut.; γυνή Diod.);
4) неподкупный, честный (δικασταί Plat.; μάρτυρες Arst.);
5) непреходящий, нетленный (ἀθάνατος καὶ ἀ. Plat.).

Middle Liddell

διαφθείρω
I. uncorrupted, Plat., etc.:— adv. -ρως, Aeschin.
2. of judges and witnesses, incorruptible, Plat., etc.: Sup. adv. -ώτατα, Plat.
II. imperishable, Plat.

Greek Monotonic

ἀδιάφθορος: -ον (διαφθείρω),
I. 1. αδέκαστος, ακέραιος, αγνός, καθαρός, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχίν.
2. λέγεται για δικαστές και μάρτυρες, αδέκαστος, ακέραιος, τίμιος, σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. επίρρ. -ώτατα, στον ίδ.
II. άφθαρτος, αιώνιος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάφθορος: -ον, ὁ μὴ διεφθαρμένος, καθαρός, ἁγνός, Πλάτ. Φαῖδρ. 252D· ἀπ’ ὀρθῆς… καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς, Δημ. 325. 15, πρβλ. Μενάνδρ. Ἄδηλ. 357, Διοδ. 1. 59, Πλούτ. - Ἐπίρρ. -ρως, ἐρᾶσθαι, Αἰσχίν. 19. 20. 2) ἐπὶ δικαστῶν, ἀδέκαστος, Πλάτ. Νόμ. 768Β· ἐπὶ μαρτύρων, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 15, 17· ἐπὶ ἀρχόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 3. 15, 9: -ὑπερθ. ἐπίρρ. -ώτατα, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. II. ἄφθαρτος, Πλάτ. Φαίδ. 106D, E.

English (Woodhouse)

imperishable, indestructible, uncorrupted, not to be bribed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)