εἰσρέω

From LSJ
Revision as of 18:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσρέω Medium diacritics: εἰσρέω Low diacritics: εισρέω Capitals: ΕΙΣΡΕΩ
Transliteration A: eisréō Transliteration B: eisreō Transliteration C: eisreo Beta Code: ei)sre/w

English (LSJ)

fut. -ρυήσομαι Isoc.8.140, Luc. Alex.42: aor. -ερρύην:— stream in or into, E.IT260; opp. ἐκρεῖν, Pl.Phd.112b: metaph., πλοῦτος εἰ. εἰς τὴν πόλιν Isoc. l.c.; εἰσερρύη νόμισμα εἰς τὴν Σπάρτην Plu.Lyc.30; τὸ πάθος εἰσερρύη slipped in, Pl.Phdr.262b; ἐπιστμαι εἰσρέουσι Id.Phlb.62c; ἁμάρτημα εἰσρεῖ D.H.Rh.10.17; πόθος εἰσερρύη πάντας εὐνομίας Plu.Num.20.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. -ρυήσομαι Isoc.8.140; aor. -ερρύην Pl.Phdr.262b]
1 ref. líquidos fluir en dirección a un punto ἐκρεῖν τε ἐντεῦθεν καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα que todas las corrientes tienen allí su punto de partida y de llegada Pl.Phd.112b, cf. Arist.Mete.356a16
afluir, entrar masivamente, gener. c. εἰς y ac. τὸ ὑγρὸν εἰς τὰς κοιλίας Arist.PA 662a11, τὸ ὕδωρ εἰς τὰς θαλάμας αὐτῶν Thphr.Fr.174.1, εἰσρεούσης εἰς τὴν ναῦν τῆς θαλάττης διὰ τῆς πρῴρας Plb.16.4.2, τὸ εἰσρέον ὕδωρ καὶ τὸ ἐκρέον Str.17.1.37, cf. Ach.Tat.1.1.1, ποταμοῦ εἰσρέοντα ὕδα[τα SB 11013.7 (I a.C.)
ref. abstr., fig. entrar con fuerza, inundar ἀναπετάσας τὰς θύρας ἀφῶ πάσας τὰς ἐπιστήμας εἰσρεῖν Pl.Phlb.62c, τὴν ἀγαθὴν τύχην ᾤετο ἕκαστος εἰς τὴν οἰκίαν αὑτῷ εἰσρυήσεσθαι Luc.Alex.42, cf. Isoc.l.c., Zos.5.1, νόμισμα ... εἰς τὴν Σπάρτην Plu.Lyc.30, c. ac. de direcc. πόθος εἰσερρύη πάντας εὐνομίας καὶ εἰρήνης Plu.Num.20, c. ἐν y dat. εἰσερρύη δὲ τοῦτο τὸ ἁμάρτημα ἐν ταῖς μελέταις D.H.Rh.10.17, tb. de abstr. que «entran» por los ojos εἰσρεῖ τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἐπὶ τὴν ψυχὴν καλόν algo de su belleza fluye a través de los ojos hasta el alma Luc.Dom.4, cf. Ach.Tat.5.13.4.
2 p. ext. tb. ref. al aire, la luz penetrar, entrar αἰρομένου γὰρ εἰσρεῖ τὸ πνεῦμα, συνιόντος δ' ἐξέρχεται πάλιν cuando se dilata (el pulmón) el aire entra, cuando se contrae sale Arist.PA 669a16, c. διά indic. la vía de paso τὰ ἐ] κ το[ῦ περι] έχον[τος] κατ' ἀν[άγκ] ην διὰ τοὺς πό[ρους] εἰσρ[έον] τα παρ' ἡμᾶς aquello que desde el exterior entra en nosotros a través de los poros Epicur.Fr.[34.26] 12, ἀμαυρὸν ... ὥσπερ διὰ κλειθρίας φῶς εἰσρέον una luz tenue como si entrara a través de una cerradura Luc.Nec.22, ἀκτῖνος ἡλιακῆς διὰ θυρίδος αὐτοῖς εἰσρυείσης Gr.Nyss.Eun.2.80.

German (Pape)

[Seite 746] (s. ῥέω), hineinfließen, -strömen; Eur. I. T. 260; Gegensatz ἐκρέω, Plat. Phaed. 112 a; πλοῦτον εἰς τὴν πόλιν εἰσρυήσεσθαι Isocr. 8, 140. Übertr. von ἐπιστῆμαι, Plat. Phil. 62 c; τὸ πάθος εἰσεῤῥύη, hineinkommen, entstehen; πόθος εἰσεῤῥύη πάντας, Alle ergriff die Sehnsucht, Plut. Num. 20; νόμισμα εἰσεῤῥύη εἰς τὴν Σπάρτην, kam in Umlauf, Lyc. 30; ὴ ἀγαθὴ τύχη εἰς τὴν οἰκίαν Luc. Alex. 42; ἁμάρτημα εἰσρεῖ D. Hal. rhet. 10, 17.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσρυήσομαι, ao.2 εἰσερρύην;
couler dans ; fig. affluer ou circuler en parl. de la richesse, de la monnaie ; πόθος εἰσερρύη πάντας PLUT le regret se glissa dans tous les cœurs.
Étymologie: εἰς, ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσρέω: староатт. ἐσρέω
1) втекать, протекать (ὁ ἐσρέων διὰ Συμπληγάδων πόντος Eur.): εἰσρεούσης εἰς τὴν ναῦν τῆς θαλάττης Polyb. когда в корабле показалась течь;
2) притекать, наплывать, поступать (ἀὴρ εἰσρεῖ Arst.): εἰσερρύη νόμισμα εἰς τὴν Σπάρτην Plut. наблюдался наплыв денег в Спарту; τὴν ἀγαθὴν τύχην ᾤετο εἰς τὴν οἰκίαν αὐτῷ εἰσρυήσεσθαι Luc. он думал, что счастье нахлынет в его дом: πόθος εἰσερρύη πάντας εἰρήνης Plut. всех охватила тоска по мирной жизни.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσρέω: μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· ὡσαύτως παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι ἐντός, Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐκρέω, ἐκρεῖν τε ἐντεῦθεν καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., πλοῦτος εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ νόμισμα εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ πάθος εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· ἁμάρτημα εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· πόθος εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20.

Greek Monolingual

(AM εἰσρέω)
1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω
2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῦτος εἰσρεῖ»)
αρχ.-μσν.
εισορμώ.

Greek Monotonic

εἰσρέω: μέλ. -ρεύσομαι, Παθ. αόρ. βʹ (με την ίδια σημασία) -ερρύην· χύνομαι προς ή μέσα, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι [aor2 pass. -ερρύην in same sense
to stream in or into, Eur., Plat.